Αρχείο για Νοέμβριος 2010

Greg Osby

Creative Circles

Στο  Αυγουστιάτικο  τεύχος του  1989 oι  συντάκτες  του  Downbeat διάλεξαν σαν καλύτερο δίσκο της χρονιάς το «Audio Visualscapes” του Jack DeJohnette, μαζί με το “Etudes” των Charlie Haden / Paul Motian / Geri Allen και το “Triplicate” του Dave Holland. Αυτός ήταν και ο κυριότερος λόγος που είχα αγοράσει το διπλό άλμπουμ του DeJohnette όταν το βρήκα εντελώς τυχαία εκείνη περίπου την εποχή σε ένα επαρχιακό δισκάδικο. Εκεί άκουσα για πρώτη φορά τον Greg Osby, που μαζί με τον Gary Thomas και τον Lonnie Plaxico αποτελούσαν το νεανικό κομμάτι των αναμορφωμένων Special Edition του βετεράνου ντράμερ. Κατά σύμπτωση και στις δύο άλλες επιλογές του περιοδικού συμμετείχαν άτομα από την ίδια παρέα που αυτοονομαζόταν M-Base Collective (ο Steve Coleman στο “Triplicate” και η Geri Allen στο “Etudes”). Από όλους τους πρωτεργάτες της νεοϋορκέζικης κολεκτίβας παρακολούθησα από τότε με μεγαλύτερο ενδιαφέρον τον Greg Osby, βρίσκοντας ότι είχε απεριόριστες δυνατότητες να εκφράζει την προσωπική του οπτική με κάθε του κίνηση.

Συγκριτικά με πολλούς από τους συνομήλικούς του (πενηντάρηδες σήμερα) ο Greg Osby εμφανίστηκε στη δισκογραφία κάπως αργά. Όταν μπήκε στο στούντιο με τους Special Edition για την ηχογράφηση του “Irresistible Forces” και λίγους μήνες αργότερα του πρώτου του προσωπικού άλμπουμ (“Greg Osby And Sound Theater”) ήταν στα 27 του. Αυτό σε συνδυασμό με τον πραγματικά εντυπωσιακό κατάλογο ονομάτων δίπλα στα οποία μαθήτευσε (Jack DeJohnette, Oliver Lake, Muhal Richard Abrams, Herbie Hancock, Andrew Hill) δείχνει την επιλογή του να ωριμάσει και να αναπτύξει χωρίς βιασύνη τη δική του φωνή. Μετά από ένα σύντομο πέρασμα από την JMT, με την οποία κυκλοφόρησε τις πρώτες του δουλειές, το 1990 ξεκίνησε τη μακρόχρονη και καρποφόρα συνεργασία του με την Blue Note και καθιερώθηκε σαν μια από τις σταθερές αξίες της ιστορικής εταιρείας με περίπου ένα άλμπουμ κάθε χρονιά. Ανάμεσά τους το “3-D Lifestyles”, η αμφιλεγόμενη προσέγγισή του στο χιπ-χοπ, το “Banned in New York”, ένα λάιβ ακατέργαστης ενέργειας ηχογραφημένο από ένα απλό μίνι ντισκ που βρισκόταν πάνω σε ένα τραπέζι του Sweet Basil, το χαμηλόφωνο “The Invisible Hand”, που του έδωσε την ευκαιρία να ξαναβρεθεί με τον Andrew Hill και σε εκείνον να παίξει για πρώτη φορά με τον Jim Hall, το “Symbols of Light”, όπου πειραματίστηκε βάζοντας ένα κουαρτέτο εγχόρδων πλάι στο κανονικό του κουαρτέτο, το κομψοτέχνημα “Inner Circle”, στο οποίο τον ακούσαμε να διασκευάζει ένα κομμάτι της Bjork.

Παρ’ όλα αυτά το 2006 βρέθηκε εκτός της Blue Note με αναπάντεχο τρόπο, κάτι που τον έκανε να παρομοιάσει τη συνεργασία τους «με σίριαλ που σταμάτησε χωρίς να του δοθεί η δυνατότητα για ένα τελευταίο επεισόδιο». Με τη σκέψη ότι ήταν πια καιρός να συνεχίσει μόνος, δημιούργησε την ιντερνετική Inner Circle Music. Με μια εντελώς καινούρια μπάντα, ένα νέο άλμπουμ (“9 Levels”), αλλά και τις ευθύνες που του υπαγορεύει ο νέος του ρόλος στο τιμόνι μιας δισκογραφικής εταιρείας, αντιμετωπίζει με μεγάλη σοβαρότητα τη σημασία του να δίνει κανείς βήμα σε νέους καλλιτέχνες. Μέσα από τα δεκάδες ντέμο που λαβαίνει καθημερινά από νέα παιδιά που συρρέουν στα γραφεία της εταιρείας και στα κλάμπ όπου παίζει, επιλέγει αυστηρά  το δυναμικό της Inner Circle, που αποτελείται από μουσικούς όπως η πορτογαλέζα βοκαλίστα Sara Serpa, οι σαξοφωνίστριες Meilana Gillard και Lauren Sevian, ο βιμπραφωνίστας Michael Pinto, οι σαξοφωνίστες Logan Richardson και Jacob Yoffee, ο μπασίστας Joseph Lepore. Εν μέσω των πολλαπλών του υποχρεώσεων ο Greg Osby προθυμοποιήθηκε να μας μιλήσει για τη μέχρι σήμερα πορεία, τους στόχους και τα σχέδια της Inner Circle Music.

www.innercirclemusic.com

www.gregosby.com

Συνέντευξη με τον Greg Osby

Ηχογραφούσες για την Blue Note πάνω από 15 χρόνια. Πώς τελείωσε αυτή η συνεργασία;

Έφτασα στο συμπέρασμα ότι η κατάσταση στη δισκογραφία σε παγκόσμιο επίπεδο είχε εξελιχτεί έτσι ώστε δεν ήταν πλέον απαραίτητο για ένα δημιουργικό καλλιτέχνη (στην προκειμένη περίπτωση για μένα) να συνεργάζεται με μια από τις αποκαλούμενες μεγάλες εταιρείες για να διανείμει τη δουλειά του. Θεώρησα ότι θα μπορούσα να είμαι εξίσου αποτελεσματικός χρησιμοποιώντας εναλλακτικά κανάλια προώθησης και διανομής και το κυριότερο να διατηρώ την κυριότητα του 100% της δουλειάς μου.

Όλα αυτά τα χρόνια είχες ποτέ την αίσθηση ότι περιοριζόσουν από τις απαιτήσεις μιας μεγάλης εταιρείας;

Ποτέ δεν είχα οποιουδήποτε είδους περιορισμό από οποιαδήποτε εταιρεία, ποτέ δεν θα επέτρεπα κάτι τέτοιο. Αυτή ήταν η πρωταρχική μου ανησυχία στο ξεκίνημα της σχέσης μου με τις δύο μεγάλες εταιρείες με τις οποίες συνεργάστηκα. Δεν είχα σκοπό να αφήσω τον εαυτό μου να κάνει παραχωρήσεις σχετικά με την καλλιτεχνική πορεία που ήθελα να χαράξω και να αναπτύξω, με τον τρόπο που αισθανόμουν ότι μου ταίριαζε. Ούτε η Blue Note ούτε η JMT/Polygram στάθηκαν ποτέ εμπόδιο στον τρόπο με τον οποίο ήθελα να εκφραστώ καλλιτεχνικά.

Ποια είναι η μέχρι σήμερα εμπειρία σου από τη δουλειά με την Inner Circle Music;

Δουλεύω με μια μικρή ομάδα ανθρώπων που είναι αφοσιωμένοι λάτρεις της μουσικής, που με βοηθούν στην παραγωγή, προώθηση και διανομή μερικών αυστηρά επιλεγμένων καταπληκτικών νέων μουσικών. Αυτό απαιτεί πάρα πολύ χρόνο, ενέργεια και συγκέντρωση, αλλά αξίζει πραγματικά τον κόπο. Αισθάνομαι ότι έχω μια μικρή συμβολή στην ανάπτυξη του ταλέντου μερικών από εκείνους που θα καθορίσουν πώς θα ακούμε και θα απολαμβάνουμε τη μουσική τα επόμενα χρόνια. Είναι μια πολύ δύσκολη δουλειά.

Έχεις πει ότι αποστολή της Inner Circle είναι να “πλουτίσει με τη μουσική τη ζωή όσων την υποστηρίζουν”. Θα ήθελες να μας πεις πώς δουλεύεις για να πετύχεις αυτό το σκοπό;

Πασχίζουμε να έχουμε θετική επίδραση πάνω στους ακροατές μας, χρησιμοποιώντας καλοδουλεμένα μέσα ηχητικής οργάνωσης, που δημιουργούνται με ειλικρίνεια από μια επιλεγμένη ομάδα εξαιρετικά προικισμένων ατόμων. Ευελπιστούμε να σχηματίζουμε απόψεις και προοπτικές μέσω της μουσικής, που είναι το κοινό μας εργαλείο έκφρασης.

Ποια είναι τα προσόντα εκείνα που λαμβάνεις περισσότερο υπόψη όταν επιλέγεις τους καλλιτέχνες που ηχογραφούν για την εταιρεία;

Κάθε νέος καλλιτέχνης που επιλέγω πρέπει να συνθέτει δικό του υλικό και να διαθέτει μια ξεχωριστή προσέγγιση στον αυτοσχεδιασμό και την ερμηνεία. Δεν ενθαρρύνω κανέναν τους να παίζει τζαζ στάνταρντ, ούτε θα ενδιαφερόμουν για κάποιον που θα ακουγόταν να αναπαράγει σε υπερβολικό βαθμό πράγματα που έχουν κάνει άλλοι. Ψάχνω για νέες φωνές, γενναιόδωρες δόσεις πειραματισμού και εμπνευσμένη καινοτομία.

Ως ιδιοκτήτης μιας δισκογραφικής εταιρείας προφανώς ακούς πολλά πράγματα από νέους καλλιτέχνες. Πόσο συχνά βρίσκεσαι μπροστά σε μουσικούς που αξίζουν πραγματικά να ακουστούν;

Ακούω καθημερινά πολλά μεγάλα ταλέντα. Διδάσκω στο Berklee College of Music της Βοστόνης, την αναμφισβήτητα καλύτερη μουσική σχολή του κόσμου. Οι τάξεις της σφύζουν από καταπληκτικά ταλέντα από όλο τον κόσμο. Εκτός αυτού όταν περιοδεύω λαβαίνω CD και ντέμο από νέους μουσικούς. Φυσικά δεν είναι όλα τους εξίσου σημαντικά, ούτε και μπορώ να φέρω στην εταιρεία τους περισσότερους από αυτούς τους μουσικούς, δεδομένου ότι οι πόροι της είναι περιορισμένοι. Οφείλω να εξετάσω πολύ προσεκτικά ό,τι μου στέλνουν και πάρα πολλά από αυτά αναγκαστικά θα πρέπει να τα παραμερίσω.

Στα άλμπουμ σου έχεις δουλέψει με πολύ διαφορετικά μεταξύ τους σχήματα, χρησιμοποιώντας από κουαρτέτα εγχόρδων μέχρι ράπερς. Πιστεύεις ότι ανεξάρτητα από το σχήμα με το οποίο παίζει ένας μουσικός της τζαζ θα πρέπει να διατηρεί κάποια θεμελιώδη στοιχεία της Αφροαμερικάνικης παράδοσης;

Η τζαζ επηρεάζεται και οφείλει να επηρεάζεται από την πλειάδα των πηγών που υπάρχουν στον κόσμο. Όπως όλες οι σπουδαίες μορφές τέχνης, δεν πρέπει να μένει προσκολλημένη σε ό,τι υπαινίσσεται ο όρος θεμελιώδη στοιχεία. Όταν γίνεται κάτι τέτοιο περιορίζεται η εγγενής δυναμική στην εξέλιξη της μουσικής.

Συχνά χρησιμοποιείς περίεργους ρυθμούς και σύνθετες φόρμες που μοιάζουν να παραπέμπουν σε μαθηματικούς τύπους. Όταν συνθέτεις νιώθεις καμιά φορά σαν να λύνεις μαθηματικά προβλήματα;

Δεν θα χρησιμοποιούσα αναγκαστικά τον όρο περίεργο για ένα μέτρο, γιατί αυτό θα υπονοούσε ότι υπάρχει κάτι κακό στην ιδέα του να παίζεις έξω από το συμβατικό μέτρημα. Στην πραγματικότητα όταν συνθέτω δεν έχω στο μυαλό μου το μέτρο, το οποίο λαμβάνω υπόψη μου αφού έχουν σχηματιστεί οι βασικές ιδέες. Έχω γράψει ολόκληρα κομμάτια τα οποία δεν είχαν καθόλου μέτρο μέχρι να τα ολοκληρώσω. Δεν είναι κάτι το οποίο με απασχολεί ιδιαίτερα ώστε να του δίνω μεγάλη σημασία.

Το “9 Levels” ήταν το πρώτο σου CD με την Inner Circle Music. Πώς θα περιέγραφες την πρώτη σου ανεξάρτητη δισκογραφική προσπάθεια;

Δεν διαφέρει με το να είμαι σε μια μεγάλη εταιρεία, εκτός του ότι κάνω την περισσότερη δουλειά μόνος μου. Πάντα ανακατευόμουν με τα θέματα προώθησης στις δουλειές μου και έτσι ξέρω πολύ καλά πώς δουλεύει το σύστημα και όλα αυτά τα χρόνια έχω αναπτύξει πολύ καλές σχέσεις με ανθρώπους της μουσικής βιομηχανίας. Η μεγαλύτερη διαφορά είναι ότι πρέπει να πληρώνω εγώ για τα πάντα.

Ποια είναι τα μελλοντικά σου σχέδια για την εταιρεία;

Θα συνεχίσουμε να κοιτάμε μπροστά και να παράγουμε δουλειές υψηλής ποιότητας με καλλιτέχνες που πιστεύω ότι αξίζουν μεγαλύτερη αναγνώριση. Σχεδιάζουμε να προβληθούμε και να διοργανώσουμε ένα μικρό φεστιβάλ το 2011, έτσι ώστε να κάνουμε πιο γνωστή τη δουλειά μας. Επίσης δουλεύουμε με έναν Έλληνα καλλιτέχνη, τον Πέτρο Κλαμπάνη, που κάνει εξαιρετική μουσική και με μια πολύ πρωτότυπη προσέγγιση.

Jazz & Tzaz, Οκτώβριος 2010

Sunny Jain

Sunny Jain: “Taboo” (BJU Records) / Red Baraat: “Chaal Baby” (Sinj Records)
Όλο και συχνότερη εδώ και χρόνια η προσέγγιση ανάμεσα στην ινδική μουσική και τη τζαζ, με κοινό τόπο πάντα τον αυτοσχεδιασμό. Σ’ αυτό το πλαίσιο συναντάμε από τις αρχές της δεκαετίας τον ινδικής καταγωγής ντράμερ/περκασιονίστα Sunny Jain και τα διάφορα πρότζεκτ του, με δυο από τα οποία κυκλοφόρησε CD μέσα στο 2010, ανεβαίνοντας ένα σκαλί πάνω από όσα έχει κάνει μέχρι σήμερα.

Το “Taboo” φέρνει μια συνθετική στροφή του Jain προς το τραγούδι, με το μικρό (τετραμελές) του σχήμα να πλαισιώνεται από 6 τραγουδιστές και τραγουδίστριες. Οι στίχοι μάλιστα αποτελούν πρωταρχικό του μέλημα, προκειμένου να εκφραστεί πάνω σε κοινωνικά ζητήματα, συχνά θεωρούμενα ταμπού: τη σεξουαλικότητα, τη θρησκεία, τις διακρίσεις. Κάθε κομμάτι βασίζεται σε μια ινδική ράγκα και η έμπνευση πηγάζει από τα γκαζάλ (ερωτικά ποιήματα αραβικής προέλευσης), μας πληροφορεί ο ντράμερ στο σημείωμα του CD. Παρ’ όλα αυτά το “Two Ladies” με την εξαιρετική R&B φωνή της Shayna Steele έχει μια ξεκάθαρη μπλουζ φόρμα, ενώ το “A Sufi” ταλαντεύεται ανάμεσα σε μια ελαφριά φάνκι διάθεση και ένα έντονο σουίνγκ ντράιβ. Εκτός από το φωνητικό πλουραλισμό (σε αγγλικούς και ινδικούς στίχους) και τις όμορφες συνθέσεις του Jain, έχει πολύ ενδιαφέρον και η αντιπαραβολή ανάμεσα στο στρέιτ αχέντ πιάνο του Marc Cary και τις ροκ στροφές της κιθάρας του Nir Felder.

Οι Red Baraat από την άλλη είναι ένα εννιαμελές σύνολο που χρησιμοποιεί μόνο πνευστά και κρουστά, μια μπάντα δρόμου δηλαδή, που αισθητικά βρίσκεται κοντά στις αντίστοιχες βαλκανικές μπάντες. Το κέντρο βάρους τους βρίσκεται συνεχώς στο ντολ του Sunny Jain, ένα κρουστό σε σχήμα βαρελιού που παίζεται και από τις δύο πλευρές. Με βάση το βορειοινδικό ρυθμό μπάνγκρα, το φανκ (ιδιαίτερα από τις γραμμές μπάσου που παίζει το σουσάφωνο), ακόμη και το ραπ, και άφθονο χρόνο για αυτοσχεδιασμούς από τα σαξόφωνα και τις τρομπέτες, στο πρώτο τους CD στήνουν μια ατμόσφαιρα ξέφρενης γιορτής και χορού (baraat άλλωστε στα ινδικά είναι η γαμήλια πομπή), όπου η Νέα Ορλεάνη συναντά το Παντζάμπ. Προφανώς το “Chaal Baby”, καλύπτει εν μέρει το κόνσεπτ των Red Baraat, που το φόρτε τους είναι πάνω στη σκηνή, όπως διαπιστώνουμε στα διαδικτυακά βίντεο από τις ζωντανές τους εμφανίσεις.
www.jainsounds.com

Jazz & Tzaz, Οκτώβριος 2010


Kατηγορίες

Email me:

vagarag at freemail.gr

Αρχείο

Blog Stats

  • 28.531 hits
Νοέμβριος 2010
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
1234567
891011121314
15161718192021
22232425262728
2930