Neil Cowley

NEILCOWLEYTRIO 1

The face of piano trio
Σε ηλικία δέκα ετών έπαιξε με το πιάνο του ένα κονσέρτο του Shostakovich στο Queen Elizabeth Hall του Λονδίνου. Στο σπίτι οι γονείς του άκουγαν τζαζ, αλλά εκείνος περνούσε περισσότερο χρόνο με τις κινηματογραφικές μουσικές του Roy Budd, του Lalo Schiffrin και του John Barry. Από τα δεκαεπτά, έχοντας παρατήσει τις κλασικές σπουδές, άρχισε να δουλεύει με γνωστά φανκ και σόουλ συγκροτήματα όπως οι Pasadenas, οι the Brand New Heavies και οι Zero 7. Συνέχισε παίζοντας electronica στο ντούο Fragile State και γράφοντας ορχηστρικά θέματα και μουσικές για την τηλεόραση, ενώ συμμετείχε με τον τρόπο του στην τεράστια επιτυχία της Adele, αφού έπαιζε πιάνο στα δύο πρώτα της άλμπουμ. Με τέτοια προϊστορία, το ακουστικό τρίο που σχημάτισε ο Neil Cowley είναι επόμενο να μην αποτελεί μια τυπική περίπτωση τζαζ πιάνο τρίο.

Το Neil Cowley Trio δημιουργήθηκε το 2005 έχοντας τον Richard Sadler στο κοτραμπάσο και τον Evan Jenkins στα τύμπανα. Με το πρώτο τους displacedκιόλας άλμπουμ “Displaced” (2006), άρχισαν να τους συγκρίνουν με τους Bad Plus και το E.S.T. Από τότε, όπως έχει πει ο βρετανός πιανίστας, έπαψε να ακούει αυτά τα γκρουπ, αλλά οι συγκρίσεις δεν σταμάτησαν. Υιοθετώντας έναν τρόπο λειτουργίας που βασίζεται στη σύνθεση και στον συλλογικό αυτοσχεδιασμό και όχι στο παραδοσιακό πρότυπο θέμα – διαδοχικοί αυτοσχεδιασμοί – θέμα, ο Cowley φέρνει σε αυτό το ακουστικό σχήμα την ενέργεια, την ένταση και την εκρηκτικότητα ενός ροκ γκρουπ και θέματα που μοιάζουν να προέρχονται από οικείες ποπ μελωδίες. Όπως δεν προσφέρεις χιόνι στους Εσκιμώους, συνηθίζει να λέει χαριτολογώντας, αισθανόταν ότι είναι κάπως ανόητο να αγνοεί όλα εκείνα τα στοιχεία στα οποία είναι δυνατή η Βρετανία και να προσπαθεί να παίξει τζαζ σαν τους αμερικανούς, που ούτως ή άλλως ξέρουν να το κάνουν με τον καλύτερο τρόπο.
Tο “The Face Of Mount Molehill”, το τέταρτο άλμπουμ του τρίο φέρνει σημαντικές αλλαγές. Τη θέση του Sadler στο κοντραμπάσο έχει αναλάβει ο the face of mount molehillαυστραλός Rex Horan, που με την εμφάνισή του (το τσιγκελωτό μουστάκι, τη ξανθιά κοτσίδα και τα γεμάτα τατουάζ χέρια), με ένα μπακγκράουντ ανάλογο με του Cowley και πολύ περισσότερο με τον δυναμισμό και την τεχνική του, ταιριάζει απόλυτα στην εικόνα και την κατεύθυνση του γκρουπ, που κάνει ένα νέο ηχητικό άνοιγμα. Με τη βοήθεια του κιθαρίστα Leo Abrahams (έχει συνεργαστεί με τον Brian Eno) που δουλεύει περισσότερο με ατμοσφαιρικά εφέ και δέκα εγχόρδων σε διάφορους συνδυασμούς και με τις πρωτότυπες ενορχηστρώσεις που έγραψε ο ίδιος ο Cowley, έρχεται στο προσκήνιο η αγάπη του πιανίστα για την κινηματογραφική μουσική. Πολλά από τα κομμάτια ακούγονται σαν να επενδύουν νοητές σκηνές από ταινίες, και έτσι προτρέπουν οι τίτλοι τους να τα δει κανείς (“Rooster Was A Witness”, “Distance By Clockwork”, “Siren’s Last Look Back”, “Skies Are Rare”). Με αυτή τη δουλειά το Neil Cowley Trio δείχνει ότι όχι απλά δεν είναι ένας κλώνος των καθιερωμένων πιάνο τρίο, αλλά και ότι το πρόσωπο αυτού του μικρού σχήματος έχει απεριόριστα περιθώρια για εξέλιξη και μεταμορφώσεις.

Συνέντευξη με τον Neil Cowley
Αν και οι γονείς σου αγαπούσαν πολύ την τζαζ, εσύ προτιμούσες να ακούς συνθέτες κινηματογραφικής μουσικής. Τι σε προσέλκυσε σε αυτού του είδους τη μουσική;
Ο θείος μου ήταν μεγάλος λάτρης του John Barry. Σε μια από τις πιο παλιές μου εμπειρίες τον θυμάμαι να μου βάζει στα αυτά ένα ζευγάρι τεράστια ακουστικά και να ακούω το θέμα από το ‘Lion in Winter’, μια ταινία με τον Peter O’Toole και την Katherine Hepburn, που αναφερόταν στις συγκεντρώσεις της βασιλικής οικογένειας στη Χριστουγεννιάτικη έπαυλη του Ερρίκου του δεύτερου. Ειδικά η στιγμή που η Katherine Hepburn ανεβαίνει με μια βάρκα πάνω από τον ορίζοντα, υπό τους ήχους της χορωδιακής μουσικής του John Barry, μου άφησε ένα ανεξίτηλο σημάδι σχετικά με τη σημασία και την επίδραση της κινηματογραφικής μουσικής.

Στις συνθέσεις σου, όσο και στους τίτλους τους, υπάρχει μια κινηματογραφική προσέγγιση. Σου συμβαίνει συχνά να έχεις την αίσθηση ότι γράφεις το σάουντρακ μιας ιστορίας όταν συνθέτεις;
Θυμάμαι μια αμερικάνικη κωμική σειρά που μου άρεσε, η οποία λεγόταν ‘Soap’ και έπαιζαν η Katherine Helmond υποδυόμενη την Jessica Tate. Πάντοτε ξεκινούσε με τη φωνή του αφηγητή να λέει ότι η Jessica θα ‘θελε να αφιέρωνε τη ζωή της στη μουσική. Η μουσική που γράφω είναι κατά κάποιο τρόπο η μάταιη προσπάθεια να πετύχω τον ίδιο στόχο για τον εαυτό μου. Πολύ συχνά όταν κάθομαι και παίζω, εν είδει φυγής από την πραγματικότητα, μεταφέρω μια πιο ρομαντική και αινιγματική έκδοση της ζωής μου.

Μετά τη συμμετοχή σου σε διάφορα φανκ, σόουλ και ελεκρόνικα πώς επέλεξες ένα ακουστικό πιάνο τρίο ως το επόμενο σχήμα σου;
Με κούρασε το να υπεισέρχεται η τεχνολογία στις προσπάθειές μου να επικοινωνήσω με τους ανθρώπους. Μια παροιμία που λένε στα στούντιο ηχογραφήσεων, που πιστεύω ότι εκφράζει την πραγματικότητα, λέει ότι «κάθε συσκευή σε φέρνει και ένα βήμα πιο μακριά από μια καλή ιδέα». Στα νεανικά μου χρόνια πήρα την εκπαίδευση του πιανίστα και έτσι το να επιστρέψω σε αυτό που ξέρω να κάνω καλύτερα από όλα ήταν κάτι σημαντικό για μένα. Επιπρόσθετα χρειαζόμουν να απαλλαχθώ από τη δυνατότητα να τελειοποιώ τα πάντα μέσα στο στούντιο. Από τότε έγινε για μένα κανόνας το ότι κάνω μια εκτέλεση χωρίς καμιά διόρθωση των λαθών.

Συνήθως αποφεύγεις τον συμβατικό τρόπο λειτουργίας ενός τζαζ γκρουπ, που θέλει να ξεκινά με το θέμα, να συνεχίζεται με αυτοσχεδιασμούς από το ένα όργανο μετά το άλλο και να επανέρχεται στο θέμα. Αντ’ αυτού προτιμάς να δίνεις έμφαση στα γραμμένα μέρη και στους συλλογικούς αυτοσχεδιασμούς…
Πράγματι. Πιστεύω ότι αυτό προέρχεται από το ότι έχω βαρεθεί τόσο πολύ το ασταμάτητο σολάρισμα σε οτιδήποτε έχει σχέση με την τζαζ. Υπάρχουν φυσικά μερικοί σπουδαίοι δίσκοι που έχουν αυτό το στοιχείο, αλλά γενικά βρίσκω πιο ενδιαφέροντα τα μικρά και πιο κοντά στο θέμα σόλο. Πρόθεσή μου είναι να πω περισσότερα με τις συνθέσεις παρά με τους αυτοσχεδιασμούς μου. Επίσης όπως λέει και ο David Byrne στο πρόσφατο βιβλίο του ‘How Music Works’, αισθάνομαι ότι η ηχογραφημένη και η ζωντανή μουσική εμπειρία είναι δύο «εντελώς διαφορετικά ζώα». Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι η ηχογραφημένη μουσική ακούγεται σε διαφορετικό περιβάλλον και σε διαφορετική εγκεφαλική κατάσταση σε σχέση με τη ζωντανή. Οπωσδήποτε ας παίζουμε ελεύθερα στη ζωντανή εμφάνιση, αλλά ίσως να πρέπει να αλλάξουμε τον τρόπο προσέγγισης στους δίσκους. Αλλιώς μπορεί να καταλήξει κανείς να ηχογραφεί τέτοιους δίσκους που ακούγοντάς τους ο ακροατής λέει «Πω πω, τι φοβεροί παίκτες..» και δεν τους ξανακούει ποτέ. Υπάρχουν πιστεύω πολλά περισσότερα να κάνει κάποιος με ένα ινστρουμένταλ γκρουπ από το «κοιτάξτε μας, δεν είμαστε φοβεροί παίκτες;”.

Όταν έγραφες τα τραγούδια του “The Face Of Mount Molehill” είχες από την αρχή κατά νου τη χρήση των εγχόρδων;
Σε μεγάλο βαθμό. Μερικούς μήνες πριν το τρίο είχε πειραματιστεί με έγχορδα στο Φεστιβάλ Τζαζ του Λονδίνου και είχε δημιουργηθεί η αίσθηση ότι υπήρχαν αρκετές συνθετικές δυνατότητες. Ήταν πια καιρός να κάνουμε κάτι διαφορετικό μετά τους τρεις δίσκους με το τρίο.

Πώς εξελίσσονται τα τραγούδια πάνω στη σκηνή; Προσπαθείτε να μείνετε κοντά στα γραμμένα μέρη;
Ναι, χρησιμοποιούμε τα γραμμένα μέρη. Προφανώς στα βασικά μελωδικά τμήματα, αλλά και σαν βάση ή σαν εναρκτήριο σημείο για κάθε συλλογικό αυτοσχεδιασμό. Σκοπός μας είναι όσο μπορούμε να δημιουργούμε μεγάλα στρώματα έντασης και απελευθέρωσης και το καταφέρνουμε καλύτερα όταν πηδάμε πάνω σε επαναλαμβανόμενα ακόρντα και ρυθμούς. Σχεδόν πάντα είναι αποσπάσματα από την αρχική σύνθεση που τα τονίζουμε και τα χρησιμοποιούμε ως εφαλτήρια για ομαδικούς αυτοσχεδιασμούς. Δεν μου αρέσει και τόσο η ιδέα των τριών μουσικών που περιμένει καθένας τη σειρά του, θάβοντας ο καθένας το κεφάλι του στο δικό του κόσμο. Ένα κομμάτι μας που λέγεται ‘She Eats Flies’ αρχικά είχε διάρκεια τρία λεπτά. Τώρα έχει γίνει ένα δεκαπεντάλεπτο «έπος». Σχεδόν κάθε τμήμα του με τα χρόνια έχει αναπτυχθεί και επεκταθεί πάνω στη σκηνή. Όχι τόσο πολλές ελεύθερες νότες, απλά χτίσιμο και ξαναχτίσιμο. Είναι μια καλή επιλογή για ανκόρ.

Είχες πει κάποτε ότι στη Βρετανία οι τζαζ μουσικοί αντιμετωπίζονται σαν πολίτες δεύτερης κατηγορίας…
Πάντα υπήρχε η αίσθηση ότι οι μουσικοί αντιμετωπίζονται με μεγαλύτερο σεβασμό στις χώρες της κεντρικής Ευρώπης από ότι στη Βρετανία. Στην Αγγλία είναι αυτό το υποβόσκον συναίσθημα για τους μουσικούς ότι θα πρέπει ψάξουν για μια κανονική δουλειά! Οι δε μουσικοί της τζαζ με τις κακοπληρωμένες εμφανίσεις, τη βρώμικη συμπεριφορά και τη δύσκολη μουσική τους, θεωρείται ότι βρίσκονται στον πάτο αυτού του σωρού! Πρόκειται για έναν φαύλο κύκλο. Αν και ταυτίζομαι με αυτό το χάλι, δεν θα θεωρούσα τον εαυτό μου έναν καθαρόαιμο τζαζ μουσικό. Χρειάζεται περισσότερη αφοσίωση! Υπάρχει όμως αυτό το στοιχείο του «είμαι απέξω και κοιτάζω μέσα» που βρίσκεται πιστεύω στην καλύτερη τέχνη.

Ποια είναι τα επόμενα βήματα για σένα και το τρίο;
Ένα καινούριο άλμπουμ. Απ΄ ότι φαίνεται μόνο με τους τρεις μας. Στόχος μας αυτή τη φορά είναι να εξερευνήσουμε πιο συλλογικά συνθετικά στοιχεία. Να προσπαθήσουμε να αξιοποιήσουμε περισσότερο την ενέργεια που μαζεύουμε όταν βρισκόμαστε μαζί. Στο μεταξύ έχω οριστεί “Musician in Residence” του Derry-Londonderry που είναι φέτος η πολιτιστική πόλη της Βρετανίας. Είναι ένας σημαντικός τίτλος και σημαίνει ότι βασικά πρέπει να περνώ πολύ χρόνο ταξιδεύοντας στο ιστορικό κέντρο του Derry-Londonderry, να συνθέτω και να συνεργάζομαι με τα μουσικά και μη μουσικά ταλέντα της πόλης. Το αποκορύφωμα θα είναι μια μεγάλη συναυλία αργότερα αυτή τη χρονιά. Πρόκειται για μια πόλη που είχε μέσα στα χρόνια τα προβλήματά της και αυτό την κάνει πιο συναρπαστική. Πέρα από αυτά είναι ένα από τα πιο φλογερά και ελπιδοφόρα μέρη που έχω επισκεφθεί εδώ και πολύ καιρό. Θα είναι υπέροχα και όποιος δεν πάει σε αυτή την πόλη ειδικά φέτος θα χάσει!

επαφή: http://www.neilcowleytrio.com

Jazz & Tzaz, Απρίλιος 2013

0 Σχόλια to “Neil Cowley”



  1. Σχολιάστε

Σχολιάστε




Kατηγορίες

Email me:

vagarag at freemail.gr

Αρχείο

Blog Stats

  • 28.553 hits
Ιουνίου 2013
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 12
3456789
10111213141516
17181920212223
24252627282930