Αρχείο για Δεκέμβριος 2010

Asaf Sirkis

Asaf Sirkis Trio: “Letting Go” (Stonedbird Productions)
Αρκετά αλλαγμένος εμφανίζεται στο “Letting Go” ο Ισραηλινός ντράμερ Asaf Sirkis, σε σχέση τουλάχιστον με το προηγούμενο πρώτο CD με το συγκεκριμένο λονδρέζικο τρίο του, όπου συμμετέχουν ο συμπατριώτης του μπασίστας Yaron Stavi και ο χαρισματικός κιθαρίστας Τάσσος Σπηλιωτόπουλος.

Χωρίς να του λείπουν οι «κλασικές» φιούζον στιγμές, ο ήχος είναι λιγότερο ηλεκτρισμένος και πιο φωτεινός και δεν παραλείπει -πώς θα μπορούσε άλλωστε λόγω καταγωγής και των τριών μουσικών- τα περάσματα από τη μεσόγειο και τη μέση ανατολή, κάνοντας και μια στάση στην πόλη που έχει συνδέσει με τα παιδικά του χρόνια ο ντράμερ με το “Waltz for Rehovot”. Ακόμη ανατολικότερα και δη προς Ινδία επιχειρεί να κατευθυνθεί με το “Chennai Dream” ο Sirkis, αν και η κιθάρα κάνει διαρκώς νύξεις τύπου Bill Frisell προς την κάντρι. Η φυσαρμόνικα του βιρτουόζου Patrick Bettison πλουτίζει με όμορφους νοσταλγικούς χρωματισμούς το “Other Stars and Planets” και το “Ima”, ενώ Σπηλιωτόπουλος και Stavi εναλλάσσονται στη μελωδία του “Lady of the Lake” σε μια επίδειξη λακωνικότητας. Ο έλληνας κιθαρίστας χειρίζεται με χαρακτηριστική άνεση τις υψηλές ταχύτητες, στις λίγες περιπτώσεις που βρίσκει την ευκαιρία (“Letting Go”, “Full Moon”) σε αυτό το ουσιαστικό και χωρίς ακροβατικά φιούζον.
www.asafsirkis.co.uk

Jazz & Tzaz, Δεκέμβριος 2010

Dave Liebman

A master at his peak
Το Birdland ήταν γεμάτο φασαρία από τον κόσμο που είχε μαζευτεί για να δει το τρίο του Bill Evans και ιδίως το κουιντέτο του John Coltrane, που μοιράζονταν τη σκηνή του Νεοϋορκέζικου κλαμπ εκείνο το Σαββατόβραδο του 1961. Πίσω πίσω είχε στριμωχτεί και ένα νέο παιδί που δεν είχε ιδέα ούτε για το ένα γκρουπ, ούτε για το άλλο. Ο δεκαπεντάχρονος τότε Dave Liebman θυμάται ότι το κοινό δεν σταματούσε να κάνει θόρυβο όσο έπαιζε ο Evans, όταν όμως ήλθε η σειρά του Coltrane τα βλέμματα καρφώθηκαν πάνω του με ενθουσιασμό. Έχοντας αρχίσει να μαθαίνει σαξόφωνο και να ακούει τζαζ, προσπαθούσε να βγάλει άκρη με τα ασταμάτητα κύματα από νότες που άκουγε να βγαίνουν τσιρίζοντας από το σοπράνο και η σύγχυσή του μεγάλωσε όταν συνειδητοποίησε ότι το σετ έκλεινε με ένα κομμάτι από τη «Μελωδία της Ευτυχίας»… Φεύγοντας όμως μέσα του ήταν σίγουρος ότι θα ξαναπήγαινε να ακούσει το μεγάλο σαξοφωνίστα. Και όχι μόνο τον άκουσε δεκάδες φορές μέχρι το θάνατό του το 1967, αλλά ως σήμερα θεωρεί ότι αυτή ήταν η σημαντικότερη εμπειρία της ζωής του.

Αναζητώντας ένα δάσκαλο που να παίζει σε αυτό το στιλ μελέτησε δίπλα στον Charles Lloyd και μέσω εκείνου γνωρίστηκε και έπαιξε με τον Pete LaRoca, πρώην ντράμερ του Coltrane. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 βρέθηκε αναπάντεχα στο γκρουπ του Elvin Jones κι ύστερα του Miles Davis (συμμετείχε σε άλμπουμ όπως τo “On the Corner”, το “Dark Magus” και το “Get Up With It”). Όλα αυτά τον βοήθησαν να προωθήσει και ό,τι δούλευε με τα δικά του γκρουπ εκείνο τον καιρό: το Open Sky Trio (με τον ντράμερ και παιδικό του φίλο Bob Moses), τους Lookout Farm (με τον πιανίστα Richie Beirach) κι αργότερα το κουιντέτο του (όπου συμμετείχε ο John Scofield) και τους Quest που έμειναν μαζί όλη τη δεκαετία του ‘80. Το 1991 σχημάτισε το κουαρτέτο του, με το οποίο εξακολουθεί να δουλεύει ανελλιπώς μέχρι σήμερα, με σταθερά μέλη τον κιθαρίστα Vic Juris και τον μπασίστα Tony Marino. Στις ηχογραφήσεις του που ανέρχονται σε αρκετές εκατοντάδες και τις ζωντανές του εμφανίσεις εδώ και πάνω από σαράντα χρόνια δεν περιορίζεται από κατηγοριοποιήσεις και ακούγεται πάντα το ίδιο δημιουργικός είτε παίζει στάνταρνς, είτε φιούζον, είτε φρι τζαζ.

O Dave Liebman, ένας από τους μεγαλύτερους βιρτουόζους και μια από τις πιο αναγνωρίσιμες φωνές στο σοπράνο σαξόφωνο -στο οποίο αφοσιώθηκε για 15 περίπου χρόνια από τις αρχές της δεκαετίας του ’80- είναι λιγότερο γνωστός για τις επιδόσεις του στο φλάουτο και το τενόρο, που ήταν και το πρώτο όργανο που επέλεξε να παίζει. Ακόμη λιγότερο γνωστή είναι και η σχέση του με την big band jazz την οποία έρχεται να επισφραγίσει με το νέο του άλμπουμ “Live/As Always”. Βέβαια ούτε διευθυντής της big band τον βλέπουμε να είναι ούτε και ενορχηστρωτής, καθώς 5 διαφορετικοί μουσικοί υπογράφουν τις ενορχηστρώσεις των 6 κομματιών, ενώ σε όλα την μπαγκέτα κρατά ο Gunnar Mossbald. Οι συνθέσεις του όμως, η φυσική του παρουσία και τα απίθανα σόλο του είναι κινητήρια δύναμη για τη δεκαοκταμελή ορχήστρα, που έχει ως πυρήνα το κουαρτέτο του (Vic Juris, Tony Marino και Marko Marcinko) και στην πρώτη γραμμή -μετά τον ίδιο φυσικά- σολίστες όπως ο σαξοφωνίστας Charles Pillow, ο πιανίστας Jim Ridl και ο τρομπονίστας Scott Reeves.
Η επιλογή των συνθέσεων είναι ενδεικτική της τάσης του Liebman να κινείται με άνεση σε πολλούς χώρους, με κομμάτια που έχουν «στρέιτ» χαρακτήρα (“A Bright Place”, “New Breed”), κι απ’ την άλλη το “Philippe Under the Green Bridge”, που το θέμα και η αρμονική δομή του βασίζονται στη μοντέρνα κλασική ή το ανατολίτικο “Anubis”. Στο τελευταίο που είναι και η πιο ιδιαίτερη στιγμή του CD, με τον Liebman στο ξύλινο φλάουτο και τον Charles Pillow στο όμποε, ο Scott Reeves έκανε μια ασυνήθιστη ενορχήστρωση για να αποδώσει τη μυστηριακή φύση της αρχαίας αιγυπτιακής θεότητας, γράφοντας χαλαρές, διακριτικές γραμμές την ώρα που γίνονται τα σολαρίσματα και πομπώδεις φράσεις στα ενδιάμεσα και ειδικά στο κλείσιμο του κομματιού.
www.daveliebman.com

Συνέντευξη με τον Dave Liebman
Έχει ειπωθεί ότι αν δεν είχατε ακούσει τον Coltrane στα δεκαπέντε σας, μπορεί και να είχατε γίνει κιθαρίστας. Υπάρχει κάποια αλήθεια σε αυτό;
Είναι βέβαια κάτι εντελώς υποθετικό, αλλά ακούγοντας τον Jimi Hendrix λίγα χρόνια αργότερα μου έκανε τόση μεγάλη εντύπωση, ώστε ποιος ξέρει, μπορεί και να είχε συμβεί κάτι τέτοιο!

Μπορείτε να περιγράψετε τι επίδραση είχε αυτό το πρώτο άκουσμα του Coltrane στη σχέση σας με τη μουσική;
Πέρα από την τεχνική άποψη του θέματος, το τι δηλαδή έκανε ο Trane με το σαξόφωνο (το όργανο που έπαιζα κι εγώ στο σπίτι μου στο Μπρούκλιν), υπήρχε η απόλυτη δύναμη και η πειστικότητα ολόκληρου του κουαρτέτου του που με ώθησε να αντιληφθώ ότι υπάρχουν περισσότερα στη ζωή από όσα μπορούμε να δούμε με τα μάτια μας. Πρέπει κανείς να είναι ανοιχτός, συναισθηματικά ανοιχτός. Πρέπει πρώτα να θέλεις να μάθεις και ύστερα να δουλέψεις, να προσπαθήσεις να μάθεις την τέχνη.

Έχοντας παίξει με τον Miles Davis και τον Elvin Jones προφανώς σας έχουν ρωτήσει πολλές φορές για την επιρροή που είχαν πάνω σας αυτές οι συνεργασίες. Πόσο συχνά έχετε την αίσθηση ότι επηρεάζεστε από τους νεότερους μουσικούς που παίζουν μαζί σας;
Όταν παίζεις με μουσικούς που προέρχονται από νεότερες γενιές είναι φυσικό να νιώθεις την ενέργεια, το ταλέντο, την έμφυτη ευστροφία, όπως και την έλλειψη εμπειρίας. Το να παίζουμε με νεαρούς μουσικούς είναι μια ευθύνη για τους παλιότερους προκειμένου να κρατήσουμε την παράδοση ζωντανή.

Μέχρι το 1980 παίζατε κυρίως τενόρο σαξόφωνο. Τι σας έκανε να αφοσιωθείτε στο σοπράνο τα επόμενα 10-15 χρόνια;
Αυτό δεν είναι απολύτως ακριβές. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 έπαιζα και τενόρο και σοπράνο και φλάουτο. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 όμως πήρα την απόφαση ότι για να καταφέρω να γίνω πραγματικά καλός σε ένα από αυτά τα όργανα έπρεπε να παραμερίσω τα υπόλοιπα. Επέλεξα το σοπράνο γιατί είχε μικρότερη ιστορία, δηλαδή υπήρχαν περισσότερα περιθώρια για να φτάσω σε μια προσωπική προσέγγιση στο παίξιμο αυτού του οργάνου, σε σχέση με την τεράστια κληρονομιά του άλτο και του τενόρου από το σύνολο της τζαζ ιστορίας.

Ακούγοντάς σας είτε σε standards είτε σε πιο free πράγματα αποκομίζει κανείς την ίδια αίσθηση δημιουργικότητας….
Στόχος είναι όταν παίζω να «λέω» κάτι που να έχει προσωπική και καλλιτεχνική υπόσταση. Το να παίζω γνωστό υλικό όπως είναι τα standards και να τα προσαρμόζω στο στιλ μου είναι μια πρόκληση που την απολαμβάνω.

Δεδομένου ότι παίζετε με το ίδιο γκρουπ (με τον μπασίστα Tony Marino και τον κιθαρίστα Vic Juris) εδώ και δύο δεκαετίες σημαίνει ότι προτιμάτε να δουλεύετε με ένα working group. Ποιοι κατά τη γνώμη σας είναι οι λόγοι που πολλοί μουσικοί (ανάμεσά τους και πολλά μεγάλα ονόματα) δεν διατηρούν ένα γκρουπ με σταθερή σύνθεση;
Ένας από τους κυριότερους λόγους είναι φυσικά ο οικονομικός. Για μένα όμως σημαντικότερο είναι ο ηγέτης του γκρουπ να μπορεί να κρατά τη μουσική ενδιαφέρουσα και ζωντανή. Αυτό εμπνέει τους μουσικούς και τους ενθαρρύνει να παραμείνουν σε ένα γκρουπ, ασχέτως με το πόσο λίγη πραγματική δουλειά μπορεί να υπάρχει. Πιστεύω ότι με τις μακροχρόνιες σχέσεις δημιουργείται βαθύτερη και πιο μεστή μουσική ταυτότητα, παρά όταν δουλεύουν μουσικοί που δεν γνωρίζονται καλά μεταξύ τους.

Στη big band πέρα από τα μέλη του γκρουπ, προσπαθείτε επίσης να διατηρείτε σταθερούς και κάποιους από τους σολίστες;
Ναι, για τους ίδιους ακριβώς λόγους προσπαθώ να διατηρώ κάποιους μουσικούς που μου αρέσουν.

Μετά από τόσα χρόνια ηχογραφήσεων και περιοδειών, πώς και μπορείτε να παραμένετε τόσο παραγωγικός, σε μια περίοδο τόσο δύσκολη ειδικά για τη μουσική;
Είμαι στο αποκορύφωμά μου και θέλω να κάνω όσο περισσότερα μπορώ, όσο είμαι καλά στην υγεία μου και πηγαίνουν όλα καλά. Δεν θεωρώ τίποτα δεδομένο… μέσα σε μια στιγμή η ζωή του καθενός μπορεί να αλλάξει για πάντα.

Σας αρέσει ακόμη να περιοδεύετε; Τι είναι αυτό που απολαμβάνετε περισσότερο κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας;
Φυσικά όλοι ξέρουν ότι το να ταξιδεύεις στις μέρες μας δεν είναι ό,τι καλύτερο, αλλά πάντοτε αποζημιώνεσαι όταν παίζεις για ανθρώπους που ενδιαφέρονται. Και βέβαια είναι ευχάριστο να βλέπεις σε ολόκληρο τον κόσμο γνώριμα πρόσωπα και να σου φέρονται καλά.

Ως δάσκαλος πώς βλέπετε την εξέλιξη της τζαζ εκπαίδευσης, συγκρίνοντας με την εποχή που μεγαλώνατε;
Σε όλο τον αναπτυγμένο κόσμο υπάρχει τώρα ενδιαφέρον για τη τζαζ, δεδομένου ότι αντιπροσωπεύει την τέλεια ισορροπία ανάμεσα στην ατομικότητα και την αλληλεπίδραση και ταυτόχρονα σημαίνει ελευθερία της βούλησης. Γι αυτό ο κόσμος θέλει να μάθει για τη τζαζ και υπάρχει τόσο ενδιαφέρον για αυτήν στις μέρες μας. Δυστυχώς από την άλλη πλευρά υπάρχουν λίγα μέρη για λάιβ, κι αυτό είναι κρίσιμο σημείο για να εξελιχθεί ένα νέο ταλέντο. Έτσι λοιπόν στην ουσία έχουμε μια κλασική περίπτωση yin και yang.

Λόγω της τεχνολογίας και του υψηλού επιπέδου στην εκπαίδευση οι μαθητές μπορούν πια να αναπτύξουν από πολύ νωρίς την τεχνική τους. Πώς πιστεύετε ότι εκμεταλλεύονται αυτή τη δυνατότητα;
Έχουν πρόσβαση σε όλα με το πάτημα ενός πλήκτρου και συνεπώς οι νεαροί εκείνοι που έχουν την απαιτούμενη σοβαρότητα, μπορούν να πάνε μπροστά γρήγορα. Όμως αυτό δεν είναι υποκατάστατο του να ζουν τη ζωή σε όλες τις πτυχές της, να παρατηρούν τα πάντα και να βρίσκουν τι αξίζει πραγματικά. Αυτό είναι κάτι που έτσι κι αλλιώς θα βγει στη μουσική τους.

Jazz & Tzaz, Νοέμβριος 2010


Kατηγορίες

Email me:

vagarag at freemail.gr

Αρχείο

Blog Stats

  • 28.693 hits
Δεκέμβριος 2010
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 12345
6789101112
13141516171819
20212223242526
2728293031