Αρχείο για Απρίλιος 2011

Julie Tippetts – Martin Archer

The Other Side

Το γερμανικό βινύλιο της σειράς Rotation της Polydor, που ξαναπιάνω στα χέρια μου μετά από τόσα χρόνια, φαίνεται πόσο προέρχεται από μια άλλη εποχή. Όχι μόνο για τις δεκαετίες που κουβαλά στην πλάτη του, τις μνήμες και τις μυρωδιές που επαναφέρει, αλλά και για την τεράστια διαφορά που χωρίζει το τραγούδι της εικοσάχρονης Julie Driscoll με το αγορέ μαλλί που εικονίζεται στο γαλάζιο του εξώφυλλο, σε σχέση με το τι κάνει τώρα. Το “Open” του 1967 με την απίθανη διασκευή στο “Season of the Witch” του Donovan, ήταν ο πρώτος από τους δύο δίσκους της Driscoll με τον οργανίστα Brian Auger και τους Trinity, που κινούνταν μεταξύ σόουλ τζαζ και ψυχεδέλειας. Αμέσως μετά προτίμησε να συνεχίσει μόνη της παίρνοντας μια πορεία που την απομάκρυνε όλο και περισσότερο από ό,τι την είχε οδηγήσει τόσο νωρίς στην επιτυχία. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 και μετά, συνεργάστηκε με μουσικούς όπως ο Elton Dean, η Carla Bley, ο Paul Rutherford, ο Robert Wyatt και ο Evan Parker, αλλά τις περισσότερες φορές εμφανιζόταν στο πλευρό του άντρα της, του πιανίστα της τζαζ Keith Tippett, υιοθετώντας και το σωστό του επίθετο (συμπεριλαμβάνοντας δηλαδή και την κατάληξη s). Ο Martin Archer από την άλλη, αφού έπαιξε σαξόφωνο σε διάφορα βρετανικά τζαζ γκρουπ για 15 χρόνια, επικεντρώθηκε στους πειραματισμούς με το συνθεσάιζερ, τα ηλεκτρονικά και την παραγωγή στη δική του ανεξάρτητη εταιρεία Discus. Ο Archer βρέθηκε για πρώτη φορά με την Tippetts στα δύο άλμπουμ που έκανε με την ποιήτρια Geraldine Monk {το «Angel High Wires” του 2001 και το “Fluvium” του 2003) και αργότερα στο “In Stereo Gravity” (2008). Εσχάτως φαίνεται ότι βρίσκουν όλο και περισσότερους κοινούς τόπους που καταλήγουν σε στενότερη συνεργασία.

Μια επιλογή ποιημάτων της Tippetts που γράφτηκαν ανάμεσα στο 1994 και το 2004 έγινε η βάση για το πρώτο τους κοινό CD Ghosts of Gold (Discus 37). “This moonshine, transforming little shadows into monsters darkly hiding in the hedge” την ακούμε να ψιθυρίζει κάπου στο ξεκίνημα και να δίνει το στίγμα των 12 ντουέτων, όπου μισοαφηγείται – μισοτραγουδά τις στοιχειωμένες ιστορίες της, επενδυμένες από τους space κυματισμούς που ξετυλίγει ο Archer. Τη «μαγεία του απροσδόκητου» επικαλείται η τραγουδίστρια -βοκαλίστα να την πούμε καλύτερα- που μπήκε στο στούντιο χωρίς να έχει προηγηθεί καμιά πρόβα. Στα περισσότερα κομμάτια (“Moonshine”, “Run Another Road”, “The Winging”, “The Summons / Brittle Brimstone”, “The Ghostly Apparition”) πίσω από τη φωνή της στήνεται ένα σταθερό, αργά κινούμενο υπόβαθρο, πιο σπάνια (“The Bear That Walks At Night”) η συνοδεία αποκτά ένα πιο έντονο βιομηχανικό μπιτ, ενώ κάπου κάπου (“Parchment Dust”, “Daydreams & Candle-Light”) ο Archer την ακολουθεί κατά βήμα με το σαξόφωνο ή το κλαρινέτο. Παντού όμως η μουσική προσαρμόζεται στο gothic περιεχόμενο των στίχων.

Η καινούρια τους συνεύρεση επεκτείνεται και σε διάρκεια και σε όγκο. Το διπλό Tales of Finin (Discus 39) περιλαμβάνει 17 κομμάτια στα οποία συμμετέχουν άλλοι 8 μουσικοί, φέρνοντας επιπλέον ηλεκτρονικά, πλατό (με σάμπλινγκ από Art Blakey, Herbie Mann, Junior Walker κ.α.) αλλά και βιολιά, τσέλο, κρουστά και ηλεκτρική κιθάρα. Είναι επόμενο λοιπόν ο ήχος να πηγαίνει και προς περισσότερο δομημένες καταστάσεις, αγγίζοντας σε κάποιες περιπτώσεις τη μορφή του τραγουδιού και φτάνοντας στο “The Other Side” να ακούσουμε ακόμη και ένα σόλο κιθάρας (!) από τον Chris Sharkey των Acoustic Ladyland. Εκείνο που δεν αλλάζει είναι η περιήγηση της Tippetts γύρω από τις περιοχές του λυκόφωτος. Οι φωνές που ακούει, τα κελεύσματα του ανέμου και της θάλασσας, τα περάσματα στην άλλη πλευρά και σε άλλο χρόνο, οι μάχες πάνω σε κάστρα ενάντια στους σκοτεινούς της δαίμονες. Έτσι και σε πιάσει στο λεκτικό της ιστό, δε θέλει πολύ να παρεκτραπείς  προς τον αλλόκοτο και μυστηριώδη κόσμο της.

Επαφή: www.discus-music.co.uk

Jazz & Tzaz,  Απρίλιος 2011

Jason Robinson – Joey Sellers – Matt Weston – Ben Miller – Juozas Milasius – Jeff Aug

One is all

Jason Robinson

Η τζαζ ως αυτοσχεδιαζόμενη μουσική στηρίζεται στην αλληλεπίδραση, στο τι ακούει κάθε μουσικός και στο πώς αντιδρά σε ό,τι ακούει. Δεν αρκεί λοιπόν να μιλάμε κάθε φορά για ένα θέμα ή ένα σόλο που παίζεται πάνω στο υπόβαθρο που κρατούν τα άλλα όργανα, αλλά για ένα συλλογικό αποτέλεσμα που χτίζεται από τις ιδέες όλων των συμμετεχόντων. Τι γίνεται όμως όταν ένας μουσικός παίζει εντελώς μόνος και είτε εκμεταλλεύεται την τεχνολογία -οπότε μπορεί και να δίνει την αίσθηση ότι τον συνοδεύει ολόκληρη ορχήστρα- είτε του είναι αρκετό ένα μικρόφωνο, οπότε η αλληλεπίδραση αυτή εκλείπει εκ των πραγμάτων; Όταν ο αυτοσχεδιαστής έχει να κάνει με τις δικές του και μόνο ιδέες που θα πρέπει να αποδειχτούν ικανές να συγκεντρώσουν το ενδιαφέρον του κοινού στη διάρκεια μιας ολόκληρης συναυλίας ή μιας ηχογράφησης; «Δυο λάθος νότες μπορούν να καταστρέψουν τα πάντα» ισχυριζόταν ο Steve Lacy με τη βεβαιότητα της τριαντάχρονης και πλέον εμπειρίας με το σοπράνο του σε αυτού του είδους τις καταστάσεις. «Το ίδιο το υλικό καθορίζει το πώς θα το χειριστείς. Όσο περισσότερο το δουλεύω, τόσο ξεδιπλώνεται και παίρνει μορφή. Εδώ βρίσκεται και αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία: το υλικό έχει σκοπό να γίνει αυτό ακριβώς που θέλει. Εγώ είμαι απλά το μέσο σε αυτή τη διαδικασία».

Για τον καλιφορνέζο Jason Robinson το Cerberus Reigning” (Accretions) είναι ένα από τα τρία άλμπουμ που κυκλοφόρησε σχεδόν μαζί (καθένα από διαφορετική εταιρεία) και το δεύτερο μέρος μιας solo sax τριλογίας που ξεκίνησε με το “Cerberus Rising” το 2009. Εμπνεόμενος αφενός από τις σόλο δουλειές του Roscoe Mitchell, του Evan Parker και του John Butcher και αφετέρου από την ελληνική μυθολογία και την επιστημονική φαντασία, αφηγείται (όπως τουλάχιστον λέει) μια ιστορία με πρωταγωνιστή το εμβληματικό σαξόφωνο Κέρβερο με τις τρεις καμπάνες…  Χωρίς να παίζει με την τεχνική της κυκλικής αναπνοής, όπως κάνει για παράδειγμα ο Evan Parker, αναπτύσσει κάθε γραμμή του μέσα στα περιθώρια ενός φυσήματος, δουλεύει με τις παύσεις, ψάχνει τη μελωδία και μέσα στο θόρυβο. Αντίθετα όμως με το πρώτο μέρος της τριλογίας κάποιες στιγμές αντί για τενόρο παίζει φλάουτο, ενώ κάνει εκτενή χρήση ηλεκτρονικών φτιάχνοντας λούπες και παράλληλα ηχητικά στρώματα, πάντοτε όμως σε παρόντα χρόνο, χωρίς οποιαδήποτε επέμβαση στο στούντιο. Παρόλο λοιπόν που το “Cerberus Reigning” ξεκινά με τη λογική ενός solo sax άλμπουμ, επεκτείνεται πέρα από το όργανο, δεδομένης της επιλογής του Robinson να μην επικεντρώνεται στο ίδιο το σαξόφωνο, αλλά στο ρόλο του ως ερμηνευτή.

Μια ματιά στο βιογραφικό του επίσης καλιφορνέζου Joey Sellers δεν θα προϊδέαζε καθόλου για ένα CD σαν το What the…?” (Circumvention Music), που έρχεται να προστεθεί στην ακολουθία που περιλαμβάνει άλμπουμ για σόλο τρομπόνι μουσικών όπως ο George Lewis (κατά σύμπτωση ήταν δάσκαλος του Jason Robinson), ο Albert Mangelsdorff και ο Paul Rutherford. Κι αυτό γιατί το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς του σχετίζεται με τη μουσική για big band (με Lincoln Center Jazz Orchestra, Kenny Wheeler Large Ensemble, Toshiko Akiyoshi Orchestra μεταξύ πολλών άλλων). Όντως η ηχογράφηση αυτή προέκυψε εντελώς τυχαία. Μετά την απροσδόκητη ματαίωση μιας προγραμματισμένης δουλειάς, ο τρομπονίστας σκέφτηκε να παραμείνει στο στούντιο και να δοκιμάσει μόνος κάποιες ιδέες του. Με τη χαλαρότητα του απρογραμμάτιστου άρχισε να γίνεται όλο και πιο τολμηρός και να το διασκεδάζει. Έτσι προέκυψαν 22 σύντομα κομμάτια (ένα τους μόνο μόλις που ξεπερνά τα τρία λεπτά) γεμάτα πειραματισμούς αλλά και χιούμορ. Παίζει με τα multiphonics (την τεχνική με την οποία ενώ φυσά μια νότα τραγουδά μια άλλη δημιουργώντας συγχορδίες), χρησιμοποιεί κρουστά της στιγμής (π.χ. μια κανάτα), ανάμεσα στους αυτοσχεδιασμούς του λέει αστείες συνήθως φράσεις, ενώ στο “Chilled Green” -ένα από τα ελάχιστα κομμάτια που έχουν υποστεί επεξεργασία- απαγγέλλει το ομώνυμο ποίημα του Bukowski. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν και οι δύο «πειραγμένες» διασκευές του στο “Monk’s Dream” και στο “Stompin’ at the Savoy”, με το δεύτερο να διακωμωδείται.

Αν οι σόλο ηχογραφήσεις ζητούν περισσότερη συγκέντρωση (και υπομονή) από τον ακροατή, γίνονται ακόμη πιο απαιτητικές όταν μιλάμε για τύμπανα. Αυτός προφανώς είναι και ένας από τους λόγους που ο Matt Weston απ’ το Σικάγο επιμένει στις συχνές μικρές δόσεις της δουλειάς του και στην τακτική τού κάν’ το μόνος σου. Κάθε τόσο λοιπόν εμφανίζει και ένα μίνι άλμπουμ διάρκειας 15-20 λεπτών, όπου σύνθεση, παραγωγή, εκτέλεση, εκτύπωση, γίνονται όλα από τον ίδιο και η πώληση φυσικά μέσω της ιστοσελίδας του. Παρεμπιπτόντως στις 30/8/2009, συμβολικά δηλαδή ανήμερα του Αγίου Αλεξάνδρου, ο Weston είχε κυκλοφορήσει ένα CD με τίτλο “For Alexandros Grigoropoulos”. Το καινούριο του EP The Last of the Six-Cylinders” (7272 Music) είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Bill Dixon, που ήταν δάσκαλός του, και καθένα από τα τρία κομμάτια έχει πάρει τον τίτλο του από μια φράση που είχε πει ο σπουδαίος τρομπετίστας: “You’ve got to know how to wear a hat”, “I don’t want success, I want adventure”, “The reward has got to be that this is what you do”. Φράσεις που δίχως άλλο αντιπροσωπεύουν και τον τρόπο με τον οποίο δουλεύει και εκείνος. Στην πραγματικότητα εδώ δεν μιλάμε για σόλο ντραμς, αλλά για ένα ηλεκτροακουστικό σύνολο, που έχει υποστεί πολλαπλή επεξεργασία στο στούντιο. Κρουστά, ηλεκτρονικά και κιθάρες (όλα παιγμένα από τον Weston) ελάχιστα μπορούν να ακουστούν διακριτά μεταξύ τους και πρωταγωνιστής δεν είναι κανένα από αυτά, αλλά ο θόρυβος.

Με την εξερεύνηση του θορύβου καταγίνεται και ο κιθαρίστας Ben Miller, φίλος και συνεργάτης του Matt Weston, πάλαι ποτέ μέλος του γνωστού πανκ γκρουπ Destroy All Monsters και αδελφός του Roger Miller από τους Mission of Burma. Εδώ και μια δεκαετία ο Miller κάνει σόλο εμφανίσεις με το όνομα Ben Miller/degenaration. Στο LIVE Performances and Radio Broadcasts” (Tigerasylum Records) συγκεντρώνει μια σειρά ζωντανών ηχογραφήσεων που έκανε αυτή τη χρονική περίοδο μεταξύ Σικάγο και Νέας Υόρκης, με μόνη εξωτερική βοήθεια ένα σύντομο πέρασμα της κορνέτας του αδελφού του. Δύσκολο να διακρίνεις σε κάποιο κομμάτι συγκεκριμένο θέμα, αρχή – μέση – τέλος και να ξεχωρίσεις έστω και μια στιγμή κατά την οποία να ακούγεται κάποιος συμβατικός ήχος από το άγγιγμα των χορδών με δάκτυλα ή με πένα. Έχοντας την κιθάρα του σε οριζόντια θέση σαν να είναι κίμπορντ, ο Miller τη μετατρέπει σε πολυφωνικό μέσο, χρησιμοποιώντας μεταλλικά αντικείμενα, εργαλεία, τσατσάρες και δοξάρια και περνώντας την μέσα από παραμορφωτές και επεξεργαστές. Με τους βιομηχανικούς ήχους που παράγει υψώνει ένα τείχος που κινείται αργά σαν σύννεφο σκόνης σε ένα απόκοσμο περιβάλλον επιστημονικής φαντασίας.

Η θεωρία περί βραδύτητας βρίσκει εφαρμογή στοSlow” (Nemu Records) του Juozas Milasius. O λιθουανός έχει βάλει σκοπό του να κρατήσει το τέμπο και τους τόνους στο χαμηλότερο σημείο και στο μεγαλύτερο μέρος του CD παίζει όσο το δυνατόν λιγότερες νότες, επιλέγοντας λακωνικά, σαν να ‘ναι λέξεις σε ποίημα, μόνο εκείνες που είναι απολύτως απαραίτητες στο αργόσυρτο μινιμαλιστικό σκηνικό που στήνει με την καλωδιωμένη του κιθάρα. Τα θέματά του, αν και συχνά παίζουν με τις διαφωνίες, έχουν σχεδόν πάντα απτές μελωδικές γραμμές και συνδέονται περισσότερο με τον κινηματογράφο και με την πειραγμένη κάντρι του Bill Frisell, παρά με την τζαζ. Κινούμενες πάνω σε επάλληλα επίπεδα και μέσα σε βαριά ατμόσφαιρα, οι συνθέσεις του εξελίσσονται δραματικά σαν να θέλει να μιλήσει με σοβαρότητα μόνο για την ουσία. Από το σάιτ του, που στην τρέχουσα τουλάχιστον μορφή του δεν δίνει την παραμικρή πληροφορία για τον ίδιο, μπορεί κανείς να ακούσει ολόκληρο το άλμπουμ με τη συνοδεία βίντεο και εικόνων που βοηθούν στην ποιητική ανάγνωση αυτής της μουσικής.

Ακριβώς στον αντίποδα κινείται ο Jeff Aug με το χείμαρρο από νότες που ξεχύνεται από την unplugged ακουστική του. Ο αμερικανός κιθαρίστας (που ζει στη Γερμανία) πιστεύει ότι δικαιούται μια θέση στο βιβλίο Γκίνες για το κατόρθωμά του να εμφανιστεί μέσα σε 24 ώρες σε 6 διαφορετικές χώρες, αφού από τις 7 το απόγευμα της 13ης Μαρτίου 2009 μέχρι τις 5 το απόγευμα της επομένης έπαιξε στο Λιχτενστάιν, την Τσεχία, την Αυστρία, τη Γερμανία, το Βέλγιο και την Ολλανδία. Tο σίγουρο είναι ότι έχει οργώσει την Ευρώπη παίζοντας στο γκρουπ της Anne Clark (με μια στάση και στο Gagarin πριν από δύο χρόνια) και κάνοντας σαπόρτ στους Soft Machine, τον Allan Holdsworth, τους Rush και πολλούς άλλους. Με μοναδική παρέα την ακουστική του κιθάρα ηχογράφησε το τέταρτο προσωπικό του CD με τίτλο Living Room Sessions”. Οι 15 σύντομες συνθέσεις του προέκυψαν, όπως λέει, από υλικό που είχε γράψει για την Anne Clark και δεν μπορούσε να χωρέσει στο τελευταίο της άλμπουμ. Δύσκολο πάντως να φανταστούμε πώς θα έδενε ο σκοτεινός αστικός ήχος της Clark με τη δική του θεματολογία του, που τις περισσότερες φορές πηγάζει από την αμερικάνικη ύπαιθρο, σε κομμάτια όπως το παιχνιδιάρικο southern boogie του “Hoedown On The Chicken Farm” και του “Lousiana Voodoo Boogie” ή το χωρίς ανάσα φανκ του “Boots on Fire” και του “Chemical Funk”. Πληθωρικό παίξιμο, υψηλές ταχύτητες και έμφυτη αίσθηση της μελωδίας ακόμη και όταν χτυπά τις χορδές σαν να παίζει κρουστό είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του πολυτάλαντου κιθαρίστα, που με δύο βίντεο με τα οποία μπορούμε να αποκτήσουμε και εικόνα της fingestyle τεχνικής του, μας αποζημιώνει για τη σχετικά μικρή διάρκεια του CD.

Επαφές: www.jasonrobinson.com, www.circumventionmusic.com, www.mattweston.com, www.tigerasylum.com, www.milasius.com, www.jeffaug.com

Jazz & Tzaz, Μάρτιος 2011


Kατηγορίες

Email me:

vagarag at freemail.gr

Αρχείο

Blog Stats

  • 28.693 hits
Απρίλιος 2011
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 123
45678910
11121314151617
18192021222324
252627282930