Αρχείο για Ιανουαρίου 2011

Big Band Anima


Fred Ho and the Green Monster Big Band – Blood, Sweat, Drum ’n’ Bass Big Band – Fat Cat Big Band

Το πρώτο κομμάτι για big band που έγραψε ο βαρυτονο-σαξοφωνίστας, συγγραφέας και ακτιβιστής Fred Ho ήταν ένα μπλουζ εμπνευσμένο από τη νίκη του Βιετναμέζικου απελευθερωτικού αγώνα εναντίον της αμερικάνικης κατοχής την άνοιξη του 1974. Με πολύ πιο παραδοσιακό ήχο αλλά επίσης πολιτικοποιημένος και μαχητικός ο κιθαρίστας Jade Synstelien, στο “Fuck the man” χλευάζει “boo George Bush, boo nazi fascist supremacist, boo Ku Klux Klan” σε ένα από τα τρία άλμπουμ που έχει κυκλοφορήσει με την Fat Cat Big Band, το υλικό των οποίων προέκυψε εξολοκλήρου από ηχογραφήσεις που έγιναν μέσα σε ένα διήμερο. H 27μελής (!) Blood Sweat Drum ‘n’ Bass Big Band από την άλλη, έχει την αφετηρία της σε μια σουίτα βασισμένη στο drum‘n‘bass, που έγραψε ο ενορχηστρωτής και ηγέτης της Jens Chr. ”Chappe” Jensen, ο οποίος μόλις ολοκλήρωσε μια δουλειά εμπνευσμένη από τη μουσική της Συρίας. Στοιχεία που μας προϊδεάζουν για το ποιόν τριών εντελώς ασυνήθιστων μεγάλων συνόλων, με έδρα τη Νέα Υόρκη τα δύο πρώτα και το Άαρχους της Δανίας το τρίτο, που φέρνουν την big band jazz σε απόσταση ετών φωτός από το φημισμένο Lincoln Center.

Fred Ho

 

Λόγω της κινέζικης καταγωγής του ο Fred Ho βίωσε από μικρός την απόρριψη και την περιθωριοποίηση. Στην προσπάθειά του να ενταχθεί και να αφομοιωθεί στο περιβάλλον του ένοιωθε να καταπιέζεται και να χάνει την αυτοεκτίμησή του. Φτάνοντας στην εφηβεία προσπάθησε να μετατρέψει αυτά τα συναισθήματα σε αυτογνωσία, θετική ενέργεια και δράση. Άρχισε να μελετά βαρύτονο σαξόφωνο, μυήθηκε στις ιδέες των Αφροαμερικάνων ακτιβιστών, ασπαζόμενος για ένα διάστημα και το μουσουλμανισμό, και πήρε πτυχίο κοινωνιολογίας. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, αφού εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη και παρά την έντονη αντίδραση που συνάντησε από το σπίτι του κατέληξε ότι ήθελε να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μουσική. Ξεκινώντας με το Afro Asian Music Ensemble το 1982 δημιούργησε πολλά δικά του σχήματα με τα οποία κυκλοφόρησε πάνω από 15 άλμπουμ στα οποία συνυπάρχουν η παραδοσιακή τζαζ (αν και αποφεύγει να χρησιμοποιεί τον όρο τζαζ, γιατί θεωρεί ότι έχει χρησιμοποιηθεί από τους λευκούς δυσφημιστικά για την αφρο-αμερικάνικη μουσική) με το αβάν γκαρντ και τις επιρροές από τις ασιατικές ρίζες του, με πολύ χιούμορ αλλά και ξεκάθαρα μηνύματα για τις πολιτικές του θέσεις. Θέσεις που αναλύει εμπεριστατωμένα στα βιβλία που έχει γράψει, όπως το “Legacy to Liberation” και το “Sounding Off! Music as Subversion / Resistance / Revolution”.

Παρά το σοβαρό πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζει εδώ και τρία χρόνια δε χάνει την όρεξη για δουλειά και εμφανίζεται μάχιμος και γεμάτος χιούμορ με τη δεκαοκταμελή Green Monster Orchestra, ποζάροντας στο εξώφυλλο του Celestial Green Monster” καταπράσινος και σφριγηλός καθ’ ομοίωση του Σρεκ. Η διασκευή του “Spiderman Theme” και η μετατροπή του “In-A-Gadda-Da-Vida” των Iron Butterfly σε μια ευφάνταστη -κάπου κάπου μέχρις υπερβολής- σουίτα με 5 μέρη, φέρνουν στο προσκήνιο τα αγαπημένα ακούσματα του Ho καθώς μεγάλωνε τη δεκαετία του ’60. Από τα δικά του κομμάτια τα δύο είναι οι πρώτες του συνθέσεις για big band (“Blues for Freedom Fighters” και “Liberation Genesis”), ενώ το τρίτο το “The Struggle for a New World Suite”, άλλη μια σπονδυλωτή σύνθεση, είναι ένα δαιδαλώδες φανκ, με σουίνγκ και επικές στροφές και στα 38 λεπτά του διαγράφει από πολλές όψεις αυτή την πληθωρική προσωπικότητα που έτσι και έλθεις σε επαφή μαζί της είναι δύσκολο να μην την προσέξεις.

Fat Cat Big Band

 

Ο τριανταεξάχρονος κιθαρίστας Jade Synstelien, ονειρευόταν από παιδί να δημιουργήσει μια big band. «Ήθελα να μοιάσω στον Duke, τον Mingus, τον Basie, από τότε που ήμουν παιδί και το καλοκαίρι του 2001 μετακόμισα από το Νέο Μεξικό στη Νέα Υόρκη για να πάω στο τζαζ κλαμπ Smalls και να φτιάξω την ορχήστρα μου», μας είπε σε μια σύντομη συνομιλία που είχαμε μαζί του. Η Fat Cat Big Band, ξεκίνησε όμως όχι από το Smalls αλλά από το παραπάνω από ευρύχωρο Fat Cat Jazz Club που άνοιξε στο Greenwich Village υπό την ίδια διεύθυνση. Οι τρεις μεγάλοι leader που αναφέρει ο κιθαρίστας και περισσότερο από όλους ο Mingus ακούγονται καθαρά στα δύο άλμπουμ της ορχήστρας (Angels Praying for Freedom” και Meditations on the War for Whose Great God is the Most High You are God”), αν και ταυτόχρονα εξωτερικεύονται και οι πλούσιες επί σκηνής εμπειρίες του Synstelien. «Είμαι επαγγελματίας μουσικός από τα δεκαπέντε μου και μέσα στο συνήθως ασταμάτητο αγώνα της μουσικής επιβίωσης, πάντα έψαχνα για σταθερή δουλειά με καλούς τραγουδιστές που έχουν εξασφαλισμένα γκιγκ. Έτσι αφού απέκτησα αρκετή εμπειρία σε όλα τα στιλ, συνέχισα να εξασκούμαι για να βελτιώνομαι σαν μουσικός και το πιο σπουδαίο μαθαίνοντας να συνοδεύω άλλους εξοικειώθηκα με το να κάνω όλες τις διαφορετικές μουσικές να γίνονται μία».

Πάνω σ’ όλες αυτές τις μουσικές προσθέτει συχνά και μια πολιτική διάσταση, γιατί πιστεύει ότι οι καλλιτέχνες οφείλουν να βγάζουν όσα πιστεύουν μέσα από την τέχνη τους. «Η μουσική μου σχετίζεται με τη γνώση της αρετής και της πραγματικότητας, του κάρμα και της ματαιότητας, της σωτηρίας όλων των όντων από τα βάσανα και το θάνατο, με το πώς θα γίνουμε πιο φωτισμένοι. Έχω γράψει για την ορχήστρα μου 132 συνθέσεις. Από αυτές μερικές έχουν πολιτικό χαρακτήρα, αφού πιστεύω ότι δουλειά του καλλιτέχνη είναι να μοιράζεται την αλήθεια όπως τη βλέπει με το κοινό. Ένα από αυτά τα κομμάτια λέγεται «Fuck the Man», γιατί αυτή είναι η αλήθεια για την εξουσία ανεξαρτήτως προσώπων». Μ’ αυτή τη λογική αν και καταφέρθηκε με σφοδρότητα εναντίον του George Bush και προέτρεπε τον κόσμο να τον καταψηφίσει, δεν δείχνει καμιά εκτίμηση και στο πρόσωπο του Barrack Obama. «Όλοι οι πρόεδροι είναι ανδρείκελα. Αυτοί που ελέγχουν το χρήμα ελέγχουν όλους του μεγάλους οργανισμούς και τις κυβερνήσεις του κόσμου και είναι εύκολο γι αυτούς να χειριστούν οποιαδήποτε διαδικασία είτε πρόκειται για εκλογές είτε για ο,τιδήποτε άλλο, ώστε να επωφεληθούν οι λίγοι. Δεν μιλώ για συνομωσίες, εννοώ ότι αν κατέχεις το χρήμα αγοράζεις τα πάντα. Η απάντηση σε όλα τα προβλήματα είναι η αγάπη και η συμπόνια. Για να σταματήσει η βία η επανάσταση πρέπει να είναι μη βίαιη. Επανάσταση είναι η αγάπη. Ο “μεγάλος θεός” που φοβόμαστε είμαστε εμείς οι ίδιοi, γι αυτό πρέπει να είμαστε καλοί με τους άλλους».

Blood, Sweat, Drum & Bass Big Band

 

Ο Jens Chr. ”Chappe” Jensen, έμπειρος σαξοφωνίστας, ενορχηστρωτής και καθηγητής στη μουσική ακαδημία του Άαρχους, πήρε την ιδέα να σχηματίσει την ορχήστρα του από τη δουλειά που έκανε με τους μαθητές του. Η Blood, Sweat, Drum ’n’ Bass Big Band έχει πολύ χαμηλό μέσο όρο ηλικίας, με συνέπεια τα μέλη της να φέρνουν φρέσκιες ιδέες και νεανικά ακούσματα σε αυτή την επιβλητική ορχήστρα που αποτελείται από 3 φωνές, 14 πνευστά, 2 κιθάρες και ένα ογκώδες ρυθμικό τμήμα με 2 κιμπορντίστες, 2 κοντραμπασίστες και 3 ντράμερ. «Πάντοτε εμπνέομαι από τους συντελεστές της ορχήστρας μου», λέει ο δανός leader. «Όλα τα κομμάτια του καινούριου άλμπουμ έχουν γραφτεί από εκείνους και μεταφέρουν τις επιρροές τους. Μου αρέσει να πειραματίζομαι με όλα τα στιλ και τις εκφράσεις που βρίσκω ότι έχουν ενδιαφέρον για μια big band με τόσο ευέλικτο rhythm section». Παρά το μέγεθός της ο Jensen καταφέρνει να κρατά ενεργή την ορχήστρα σχεδόν δέκα χρόνια τώρα, με αρκετές εμφανίσεις κάθε χρόνο. «Παίρνουμε επιχορήγηση και από την κεντρική διοίκηση και από την πόλη του Άαρχους, μετά από αιτήσεις για χρηματοδότηση που κάνουμε κάθε χρόνο. Για φέτος έχουμε εξασφαλίσει περίπου 40.000 ευρώ από το κράτος και 13.000 ευρώ από το Άαρχους. Πολλοί χώροι στη Δανία που επιχορηγούνται και αυτοί από το κράτος, μπορούν και πληρώνουν από 3.000 έως 6.000 ευρώ για κάθε γκιγκ. Κάνουμε ετησίως περίπου 10-15 συναυλίες στη Δανία και άλλες 3-5 στην υπόλοιπη Ευρώπη».

Επιβλητικό το τέταρτο άλμπουμ της BSDBBB Asa Nisi Masa” σε όλες τις πτυχές του, από τα μέταλ ριφ του σημαντικού νορβηγού κιθαρίστα και σαξοφωνίστα Jørgen Munkeby (Jaga Jazzist) και τα φωνητικά που θυμίζουν τους Yes στο κομμάτι με τον ίδιο τίτλο, ως τον ονειρικό κόσμο της Bjork (“Stay On The Surface”) και το drum & bass (“Ev’rything Is Good”). Το CD πήρε τον τίτλο του από την αινιγματική φράση που συνόδευε τον πρωταγωνιστή Μαρτσέλο Μαστρογιάνι από τα παιδικά του χρόνια στην ταινία 8½ του Φελίνι. «Τον διάλεξε ο rgen Munkeby που συνέθεσε και το κομμάτι. Ο λόγος που ήθελα να πάρει αυτόν τον τίτλο το άλμπουμ είναι η σημασία πίσω από τη φράση, που προφανώς σχηματίστηκε προσθέτοντας τις συλλαβές “sa”, “si” και “sa” πίσω από τις συλλαβές της λέξης anima. Η λέξη anima σημαίνει ψυχή, δύναμη ζωής και σχετίζεται επίσης με τα καταπιεσμένα θηλυκά χαρακτηριστικά των ανδρών. Θέλω να πιστεύω ότι και οι ακροατές θα βρουν το άλμπουμ γεμάτο ψυχή». Με το επόμενο ακόμη  πιο φιλόδοξο πρότζεκτ του Jensen, η ορχήστρα ανοίγεται και στη μουσική της ανατολής. Το λάιβ “On the Road to Damscus”, όπου πρωταγωνιστικό ρόλο έχουν το ούτι και το νέι, παιγμένα από δύο ντόπιους μουσικούς (Essam Rafae και Moslem Rahal αντίστοιχα) προγραμματίζεται να κυκλοφορήσει την άνοιξη.

www.bigredmediainc.com

www.mutablemusic.com

www.bloodsweatdrumnbass.com

www.fatcatbigband.com

Jazz & Tzaz, Ιανουάριος 2011

Simona Premazzi

Simona Premazzi: “Inside In” (self-published)

Γεννημένη στο Μιλάνο και με σπουδές στο κλασικό πιάνο, η Simona Premazzi έχει ενταχθεί πλήρως στη τζαζ σκηνή της Νέας Υόρκης, όπου ζει εδώ και μερικά χρόνια καταφέρνοντας να πλαισιώνεται μόνιμα από μουσικούς πρώτης γραμμής. Στο “Inside In”, το δεύτερο CD της, τη βρίσκουμε με τον Stacy Dillard (Fat Cat Big Band, Wycliffe Gordon) στο σαξόφωνο, τον Ryan Berg (Anthony Woonsey, Lenny White) στο μπάσο και τον Rudy Royston (Bill Frisell, Ben Allison) στα τύμπανα.

Έχοντας ακούσει και το πρώτο της άλμπουμ, το πιάνο τρίο “Looking for an Exit”, εντοπίζουμε κάποια στοιχεία χαρακτηριστικά της δουλειάς της, που με τους τίτλους τουλάχιστον που έχουν τα δύο CD, δείχνει πως τη διαπερνά μια αγωνία να εξωτερικευτούν όσα «ακούει» μέσα της η πιανίστα. Στο γράψιμό της υπάρχει έντονος λυρισμός αλλά και χαλαρότερες στιγμές με λάτιν επιρροές, ενώ όποτε παίζει στάνταρντς της αρέσει να τα μεταμορφώνει με πρωτότυπες εισαγωγές και ριζικές ρυθμικές αλλαγές. Ακόμη και στις περιπτώσεις που τα θέματα έχουν «ευρωπαϊκή» χροιά, η ανάπτυξη και οι αυτοσχεδιασμοί της έχουν τη βάση τους στο μποπ και το ποστ μποπ, με μια πλούσια και ευρηματική φρασεολογία. Γι αυτό και της πάει το συγκεκριμένο γκρουπ που σουινγκάρει δυνατά και ιδιαίτερα ο Dillard με τον πεντακάθαρο τόνο και τις συναρπαστικές αφηγήσεις του τενόρου του. Σε δυο περιπτώσεις η Premazzi επεκτείνεται σε νέο για εκείνη έδαφος με ηλεκτρικό ήχο, ραπ φωνητικά από τον Baba Israel Mcee, αλλά και φωνητικά εν είδει απαγγελίας από την ίδια. Συνολικά άλλη μια πολύ καλή δουλειά από μια δημιουργό που η πορεία της έχει πάρει την ανιούσα.

www.simonapremazzi.com

Jazz & Tzaz, Ιανουάριος 2011


Daniel Bennett

Folk jazz stories

Με αφορμή ένα κείμενο του Φώντα Τρούσα για το γνωστό καρτουνίστα Robert Crumb θυμήθηκα δύο άλμπουμ του Daniel Bennett που άκουσα πρόσφατα, μια και τα εξώφυλλα και των δύο δείχνουν την ασυνήθιστη εμμονή του νεαρού σαξοφωνίστα με τα καρτούν. Οι χαρακτήρες και τα σκίτσα που υπάρχουν σε αυτά συνδέονται άμεσα με τους τίτλους και το περιεχόμενο των συνθέσεών του, ενώ το ένα από τα CD (το άλλο είναι λάιβ), το “Legend of Bear Thompson” είναι το δεύτερο μέρος μιας τριλογίας όπου πρωταγωνιστούν τα αγαπημένα του ζώα, οι αρκούδες… Πέρα από αυτά, μια άλλη ιδιαίτερη προτίμηση του Bennett είναι αυτή για την αμερικάνικη φολκ, η οποία επηρεάζει σε τέτοιο βαθμό τις μελωδίες του και τον τρόπο που παίζει σαξόφωνο, φλάουτο και κλαρινέτο, που συνηθίζει να αποκαλεί τη μουσική του φολκ τζαζ.

Όταν o Bennett ήταν μαθητής ο διευθυντής της σχολικής μπάντας τού είχε πει ότι τα χείλη του ήταν πιο κατάλληλα για τρομπέτα, εκείνος όμως είχε επιλέξει εξαρχής το σαξόφωνο, όχι γιατί είχε από τόσο νωρίς κατασταλάξει ότι θα ασχολούνταν με την τζαζ -άκουγε άλλωστε παράλληλα κλασική, μινιμαλισμό, ποπ και φολκ- αλλά γιατί του φαινόταν ότι είναι το πιο εντυπωσιακό όργανο. Ο δρόμος που θα ακολουθούσε ξεκαθάρισε όταν στις αρχές της δεκαετίας πήγε στη Βοστόνη για να συνεχίσει τις σπουδές του στο New England Conservatory με δασκάλους όπως ο Jerry Bergonzi και ο George Garzone. Τότε περίπου έφτιαξε και το γκρουπ του. Ο ντράμερ Bob Moses ήταν εκείνος που εντόπισε στο παίξιμο του τις συνεχείς αναφορές στη φολκ και τον ώθησε να ψάξει εκεί τον ήχο του. Έτσι βρήκε την ταυτότητά του το Daniel Bennett Group, αρχικά ως τρίο με σαξόφωνο/φλάουτο, κιθάρα και κοντραμπάσο, ταιριάζοντας την αυτοσχεδιαστική ελευθερία του Ornette Coleman με τις λιτές φόρμες του Steve Reich και τις μελωδίες Nick Drake. Αυτά σε συνδυασμό με το ότι ο Bennett συνθέτει πάντα όχι με το πιάνο αλλά με μια κιθάρα και ότι του αρέσει να γράφει θέματα που τραγουδιούνται εύκολα, διαμόρφωσαν ένα λιτό στιλ που επικεντρώνεται πάντα γύρω από τη μελωδία και που συνήθως χρησιμοποιεί επαναλαμβανόμενες και απλές αρμονικές δομές. Το «A Nation of Bears» και το “Legend of Bear Thompson” ξεκίνησαν την τριλογία των αρκούδων που αναμένεται να συμπληρωθεί στις αρχές του 2011, ενώ πριν από λίγους μήνες ως κουαρτέτο πλέον, το Daniel Bennett Group κυκλοφόρησε το “Live at the Theatre”.

www.danielbennettgroup.com

Συνέντευξη με τον Daniel Bennett

Θα ‘θελες να μας πεις δυο λόγια για την τριλογία που έχει σχέση με τις αρκούδες;

Έχω μεγάλη μανία με τις αρκούδες. Συχνά μοιάζουν και συμπεριφέρονται σαν τους ανθρώπους. Τους αρέσει να τρώνε το φαγητό μας και μοιάζουν να εκδηλώνουν μια αίσθηση του χιούμορ που με αγγίζει. Το 2004 αποφάσισα να ηχογραφήσω τρία ξεχωριστά άλμπουμ που θα ακολουθούσαν μια ιστορία με χαλαρό περίγραμμα στην οποία θα πρωταγωνιστούσε ένας χαρακτήρας με το όνομα Bear Thompson. Το πρώτο από αυτά, το «A Nation of Bears» κυκλοφόρησε το 2004, ενώ το επόμενο ήταν το «The Legend of Bear Thompson» το 2007. Είμαι στην ευχάριστη θέση να αναγγείλω ότι ηχογραφούμε το τρίτο αυτό το φθινόπωρο και η παγκόσμια κυκλοφορία του θα γίνει τον Ιανουάριο του 2011.

Συνήθως δουλεύεις έχοντας στο μυαλό μια ιστορία που συνδέει τα κομμάτια μεταξύ τους;

Για να πω την αλήθεια τα τραγούδια συνδέονται πολύ χαλαρά με την ιστορία. Δεν θέλω η μουσική μου να ακολουθεί πιστά μια γραμμή. Αν όμως βρεθεί κάποιος στην κατάλληλη διάθεση μπορεί να βρει ότι υπάρχει μια σύνδεση ανάμεσα στα τραγούδια.

Πώς προέκυψε το ενδιαφέρον σου να σχετίζεις τη μουσική σου με καρτούν;

Τα λατρεύω τα καρτούν! Μου αρέσει να βλέπω όλες αυτές τις παλιές ιστορίες του Ντόναλντ Ντακ. Μεγάλωσα βλέποντας τον GI Joe και τον He-Man. Ακόμη και τώρα έχω πάνω από 300 φιγούρες του GI Joe. Η γυναίκα μου λέει ότι είμαι τρελός… Σκέψου ότι έχω όλες αυτές τις φιγούρες στολισμένες στο διαμέρισμά μας στο Μανχάταν… Είχα πάντα την αίσθηση ότι οι εικαστικές τέχνες και οι μουσική σχετίζονται στενά μεταξύ τους με πολλούς τρόπους.

Με ποιο τρόπο συνεργάζεσαι με τους καλλιτέχνες που φτιάχνουν τα καρτούν για τα CD σου;

Είχα την τύχη να συνεργαστώ με τον Timothy Banks που σκιτσάρισε το «A Nation of Bears» και το «Live at the Theatre». Ο  Timothy –που είναι ετεροθαλής αδελφός μου- έχει δουλέψει στο Cartoon Network και σε πολλές γνωστές εταιρείες. Στο «The Legend of Bear Thompson» συνεργάστηκα με τον Peter Lazarski που είναι πολύ γνωστός καρτουνίστας. Γράφει και σκιτσάρει στο ίντερνετ μια καταπληκτική σειρά κόμικς που λέγεται Imaginary Monsters (www.imaginarymonsters.com). Κάθε φορά που συνεργάζομαι με κάποιον του δίνω μια γενική ιδέα για το περιεχόμενο του άλμπουμ κι από κει και πέρα είναι ελεύθερος να φτιάξει ό,τι θέλει εκείνος.

Εκτός από την ιδέα με το χαρακτήρα που πρωταγωνιστεί στο άλμπουμ, τόσο τα θέματα όσο και οι τίτλοι των κομματιών δείχνουν κι αυτά μια δυνατή σχέση με τη φύση.

Ναι, μου το λένε συχνά αυτό. Δεν προσπαθώ να το κάνω με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο, αλλά οι φολκ επιρροές που υπάρχουν στη μουσική μου φαίνεται ότι παραπέμπουν σε εικόνες από τη φύση.

Πολλοί αποκαλούν τη μουσική σου φολκ τζαζ. Υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο γεγονός που σε έκανε να αρχίζεις να συνδυάζεις τα δύο αυτά είδη;

Ναι. Το 2002 που ζούσα στη Βοστόνη και σπούδαζα στο New England Conservatory, είχα την τύχη να τζαμάρω κάμποσες φορές με τον ντράμερ Bob Moses. Ο Bob μου είπε ότι ακούγοντάς με να παίζω σαξόφωνο διέκρινε ότι ήμουν επηρεασμένος από την αμερικάνικη φολκ και με παρότρυνε να αναπτύξω το δικό μου ήχο. Εκείνη την εποχή επίσης είχα αρχίσει να γράφω δικά μου κομμάτια όπου υπήρχαν φολκ μελωδίες παιγμένες πάνω σε ασυνήθιστο μέτρημα. Πάντα αισθανόμουν ότι οι μελωδίες αυτές ταίριαζαν απόλυτα με το σαξόφωνο. Τότε περίπου ξεκίνησα να παίζω και φλάουτο. Όλα αυτά με οδήγησαν στη φολκ τζαζ.

Ποιες θα ‘λεγες ότι είναι οι κυριότερες επιρροές σου;

Μου αρέσουν όλα τα είδη της μουσικής αρκεί να υπάρχει μια δυνατή μελωδία. Για μένα αυτό είναι που μετρά περισσότερο. Αισθάνομαι περισσότερο συνδεδεμένος με τους καλλιτέχνες με τους οποίους έχω συνεργαστεί ή έχω μοιραστεί τη σκηνή. Είχα την ευκαιρία να παίξω με το Charlie Hunter Trio, τον Bill Frisell, τον Billy Martin (των Medeski, Martin & Wood), το James Carter Organ Trio, τον David Fiuzcynski, τον Jerry Bergonzi, τον Denison Witmer και τους Joy Electric. Καθένας τους με έχει επηρεάσει με τον τρόπο του. Ακούω επίσης Steve Reich, Philip Glass και John Adams και υπάρχουν πολλά μινιμαλιστικά στοιχεία στη μουσική μου.

Έχεις πει ότι συνθέτεις πάνω στην κιθάρα και ότι παίζεις το σαξόφωνο σαν να πρόκειται για ένα όργανο της φολκ. Πώς επιδρούν όλα αυτά στη μελωδική και την αρμονική σου προσέγγιση;

Αφήνω πάντοτε τη μελωδία να έχει το πάνω χέρι στα τραγούδια μου. Το ότι γράφω με την κιθάρα μού δίνει τη δυνατότητα να τραγουδώ δυνατά όσο συνθέτω. Αφού γρατσουνίσω για λίγη ώρα μπορεί να προκύψει μια καλή μελωδία. Βέβαια είναι μια διαδικασία που κρατά πολλή ώρα και κάνω πολλές δοκιμές και διορθώσεις. Συνήθως γράφω τη μελωδία και τα ακόρντα ταυτόχρονα και φέρνω το τραγούδι στο συγκρότημα. Υπάρχει πάντοτε μια «περίοδος κύησης» πριν το τραγούδι πάρει την τελική του μορφή. Μέσα σε αυτήν περιλαμβάνονται και οι ζωντανές εκτελέσεις που κάνουμε στις οποίες παρακολουθούμε την εξέλιξη του κομματιού. Παίζουμε σε πάνω από 100 συναυλίες κάθε χρόνο και έτσι είναι εύκολο για μας να κάνουμε το υλικό μας να εξελιχθεί.

Με τις συνθέσεις να έχουν επίκεντρο τη μελωδία η μουσική σου γίνεται πολύ προσιτή. Πώς αντιδρά συνήθως στις συναυλίες σας το κοινό που δεν ξέρει πολλά πράγματα για τη τζαζ;

Έχουμε την τύχη να προσελκύουμε τους λάτρεις της φολκ, αλλά και φίλους του ροκ και νομίζω μια καλή μελωδία μπορεί να τραβήξει οποιονδήποτε. Αυτός άλλωστε είναι και ο στόχος μας. Δεν προσπαθούμε συνειδητά να καταταγούμε σε μια συγκεκριμένη μουσική σκηνή. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι η μουσική μου να είναι ειλικρινής και αυτό προσελκύει τον κόσμο.

Τι σχεδιάζεις για το επόμενο διάστημα;

Όπως είπα τον Ιανουάριο κυκλοφορούμε το τρίτο μέρος της τριλογίας και θα περιοδεύσουμε για μεγάλο διάστημα για να το προωθήσουμε, κάτι που συνεχίζουμε να κάνουμε και για το ζωντανό μας άλμπουμ «Live at the Theatre», που είναι διαθέσιμο παντού. Στο άλμπουμ αυτό, που  ηχογραφήθηκε κατά τη διάρκεια μιας συναυλίας στην οποία μοιραζόμαστε τη σκηνή με το τρίο του Charlie Hunter, υπάρχει η διαφορετική ενέργεια που έχουμε όταν παίζουμε ζωντανά. Η βάση μας είναι η Νέα Υόρκη αλλά θα ήθελα να κάνουμε περισσότερες εμφανίσεις στην Ευρώπη για να επεκτείνουμε το ακροατήριό μας. Πρόσφατα περιοδεύσαμε στην Ιταλία και την Ελβετία μαζί με ένα γνωστό world music συγκρότημα, τους Musaner, στους οποίους έπαιζα τενόρο. Ελπίζω να τα καταφέρουμε να ξανάρθουμε στην Ευρώπη και τον επόμενο χρόνο.

Jazz & Tzaz, Δεκέμβριος 2010


Kατηγορίες

Email me:

vagarag at freemail.gr

Αρχείο

Blog Stats

  • 28.552 hits
Ιανουαρίου 2011
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 12
3456789
10111213141516
17181920212223
24252627282930
31