Cuong Vu


Leaps of Faith

Το Σιάτλ δεν είναι από τις πόλεις με τη μεγαλύτερη συμβολή στην εξέλιξη της τζαζ. Αντίθετα, ως γενέτειρα του Jimi Hendrix, του grunge, αλλά και αρκετών πετυχημένων νέων γκρουπ σαν τους Band of Horses και τους Fleet Foxes, την ξέρουμε περισσότερο σαν μια πόλη γεμάτη από ροκ. Τα τελευταία είκοσι περίπου χρόνια όμως το τζαζ δυναμικό της γίνεται όλο και πλουσιότερο, περιλαμβάνοντας μουσικούς που είτε γεννήθηκαν εκεί, είτε επέλεξαν να μένουν σε αυτήν την πόλη στο βορειοδυτικό άκρο της Αμερικής, όπως ο Bill Frisell, o Wayne Horvitz, o τρομπτετίστας Thomas Marriott, o ντράμερ Matt Jorgensen και εν προκειμένω ο τρομπετίστας Cuong Vu. Φαινόμενο που όπως μου είπε κατά την πρόσφατη γνωριμία μας ο Χρήστος Γωβέτας (διατηρεί στο Σιάτλ διάφορα μουσικά σχήματα που στηρίζονται στην ελληνική παράδοση και συμμετείχε στο “Intercontinentals” του Bill Frisell), δεν είναι συμπτωματικό αλλά έχει άμεση σχέση με την ποιότητα της μουσικής εκπαίδευσης, με σχολεία του επιπέδου του Roosevelt High School και του Garfield High School που βραβεύονται σχεδόν κάθε χρονιά στους μεγάλους διαγωνισμούς της χώρας.
Ιδιόμορφη η σχέση του Cuong Vu με την τρομπέτα, αφού επιδόθηκε σε αυτό το όργανο που όχι μόνο δεν ήταν η πρώτη του επιλογή, αλλά όπως έχει πει, κατά βάθος για αρκετό καιρό το μισούσε. Γεννημένος στη Σαϊγκόν βρέθηκε στην Ηνωμένες Πολιτείες από έξι χρόνων, όταν το 1975 η οικογένειά του εγκατέλειψε τη βιετναμέζικη πρωτεύουσα που καταλήφθηκε από το στρατό του Βόρειου Βιετνάμ. Ο πατέρας του που ήταν μουσικός, έπαιζε διάφορα όργανα, ανάμεσα στα οποία σαξόφωνο και τρομπέτα. Εντυπωσιασμένος από το σαξόφωνο ο μικρός, έλεγε ότι ήθελε να παίξει κι εκείνος το πνευστό, χρησιμοποιώντας τη λέξη horn. Η μητέρα του ακούγοντας τη λέξη αυτή νόμιζε ότι εννοούσε τρομπέτα και του αγόρασε μια για δώρο. Με βαριά καρδιά ο Cuong άρχισε να μελετά, κι όταν πια αποφάσισε ότι δεν του άρεσε, ένιωσε ότι είχε γίνει αρκετά καλός για να την παρατήσει. Παρόλο που προτιμούσε το ροκ, την ποπ και το φιούζον, ως τρομπετίστας που δεν ήθελε να ασχοληθεί με την κλασική μουσική, μελέτησε τζαζ στο New England Conservatory of Music. Από το 1994 ξεκίνησε την καριέρα του στη Νέα Υόρκη και εντάχθηκε στη downtown σκηνή της πόλης. Αν και η συμμετοχή του στο Pat Metheny Group (που βραβεύτηκε με Grammy για το “Speaking of Now” το 2002) του άνοιξε διάπλατα τις πόρτες για τη συνέχιση της καριέρας του στη Νέα Υόρκη, εδώ και μια πενταετία προτίμησε σε αναζήτηση μιας καλύτερης ποιότητας ζωής να επιστρέψει στο Σιάτλ, όπου πρόσφατα ανέλαβε καθήκοντα καθηγητή τζαζ στο πανεπιστήμιο της πολιτείας Washington.
Από το πρώτο του άλμπουμ “Bound” (2000), διάλεξε για μπασίστα στο γκρουπ του τον Stomu Takeishi, ενώ τα τελευταία 7-8 χρόνια έχει μόνιμο ντράμερ τον Ted Poor. Με αυτό το βασικό τρίο συν τον Luke Bergman, έναν μπασίστα με εντελώς διαφορετικό στιλ και μπακγκράουντ σε σχέση με τον Takeishi, ηχογράφησε ζωντανά το “Leaps of Faith” (Origin Records). Παρά την προσθήκη του δεύτερου μπασίστα, η ρυθμική βάση του γκρουπ δεν θα λέγαμε ακριβώς ότι επεκτάθηκε, αφού ούτε ο Bergman, με τις σκοτεινές γραμμές του Fender του, ούτε ο Takeishi που κινείται ως επί το πλείστον στις μεσαίες και υψηλές νότες του πειραγμένου ηλεκτρικού μπάσου, έχουν ευδιάκριτο ρυθμικό ρόλο. Πειραγμένη είναι και η τρομπέτα του Vu, που περνά διαρκώς μέσα από ηλεκτρονικά, όπως και οι διασκευές που καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος του CD. Τα τρία τζαζ στάνταρντ (“Body and Soul”, “All The Things You Are”, “My Funny Valentine”), το “Something” των Beatles και το “My Opening Farewell” του Jackson Browne αποδομημένα και σχεδόν απαλλαγμένα από το αρμονικό τους περίβλημα, αγνώριστα πλέον συγκλίνουν με τη μινιμαλιστική φύση των δικών του συνθέσεων. Εξίσου περιπετειώδες είναι και το κουαρτέτο Agogic, ένα άλλο πρότζεκτ με το οποίο δουλεύει ο τρομπετίστας, όπου συμμετέχουν ο σαξοφωνίστας/κλαρινετίστας Andrew D’Angelo, ο Bergman και ο ντράμερ Evan Woodle. Σε αντίθεση όμως με το “Leaps of Faith” το υλικό του “Agogic” (που εγκαινιάζει την εταιρεία Tables and Chairs Music) περίλαμβάνει μόνο πρωτότυπες συνθέσεις. Συνθέσεις που άλλοτε αναπτύσσονται αργά γύρω ένα άμπιεντ, υπνωτικό τέμπο (“Gently Shifting Next”, “Old Heap“, “Felicia”) και άλλοτε σπρώχνονται από το δυνατό μπιτ της νεανικής rhythm section (“Too Well”, “Use 2”, “En Se Ne”). Και στις δύο περιπτώσεις Vu και D’Angelo αλληλοσυμπληρώνονται με εκτεταμένους αυτοσχεδιασμούς.
www.cuongvu.com

Συνέντευξη με τον Cuong Vu
Είναι κάπως αστείο το πώς ξεκίνησες να παίζεις τρομπέτα. Αληθεύει ότι δεν σου άρεσε αυτό το όργανο;
Τώρα πια που έχω βρει τη φωνή μου σε αυτήν, που μπορώ να παίζω καλά και συγκριτικά να εξασκούμαι λιγότερο, μου αρέσει. Ήταν τόσο υπερβολικά δύσκολο όργανο, που εκείνη την εποχή «το μισούσα». Όταν ξεκίνησα να παίζω τρομπέτα δεν ήταν όχι η πρώτη, ούτε καν η τρίτη ή η τέταρτή μου επιλογή. Δεν πιστεύω ότι υπήρχε περίπτωση να επιλέξω αυτό το όργανο. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι θα ήταν καλύτερο για μένα να διάλεγα την κιθάρα ή τα τύμπανα ή και τα δυο. Όμως τη στιγμή που συνειδητοποίησα ότι θα μπορούσα να παίξω και κάποιο άλλο όργανο από αυτά που μου άρεσαν, η τρομπέτα απαιτούσε τόσο πολύ από το χρόνο μου που δεν μου επέτρεπε να εξασκηθώ αρκετά σε ο,τιδήποτε άλλο.

Υπάρχουν κάποιοι μουσικοί, τρομπετίστες ή και όχι, που θα έλεγες ότι έχουν καθορίσει τον τρόπο που παίζεις;
Ο Clifford Brown είναι ο μοναδικός που είχε τεράστια επίδραση πάνω μου. Η καλαισθησία του Miles Davis και το λιτό του παίξιμο με επηρέασαν επίσης πολύ. Αλλά διστάζω να αναφέρω τον Miles όταν μιλώ για τις επιρροές μου, γιατί το μυαλό των περισσότερων πηγαίνει στην ηλεκτρική του περίοδο. Όμως εγώ στην πραγματικότητα αν εξαιρέσουμε ένα-δύο δίσκους, δεν έχω ακούσει παρά ελάχιστα τη συγκεκριμένη δημιουργική του περίοδο.

Πώς άρχισες να ενσωματώνεις τα ηλεκτρονικά στο παίξιμό σου;
Χαζολογώντας στο στούντιο ενός φίλου. Δοκίμασα κάμποσα διαφορετικά πράγματα και τίποτα από αυτά δεν μου άρεσε, μέχρι που πέρασα την τρομπέτα από delay, που άρχισα να χρησιμοποιώ λούπες και να πειραματίζομαι μπαίνοντας σε διαφορετικές ηχητικές περιοχές.

από αριστερά: Stomu Takeishi, Cuong Vu, Ted Poor

Συνήθως δουλεύεις με ένα γκρουπ που έχει βασικό πυρήνα το Stomu Takeishi και τον Ted Poor. Προτιμάς να συνεργάζεσαι με ανθρώπους που είναι εξοικειωμένοι με τη μουσική σου και με αυτά που κάνεις;
Ναι. Είναι ο μοναδικός τρόπος που θέλω να δουλεύω στα δικά μου πρότζεκτ και θεωρώ ότι είναι ο καλύτερος για μένα.

Έχεις παίξει με τον Bill Frisell και τον Pat Metheny, δύο από τους κιθαρίστες με τη μεγαλύτερη επιρροή σήμερα. Ποιες είναι οι κυριότερες διαφορές στη συνεργασία με αυτούς τους δύο μουσικούς που έχουν εντελώς διαφορετική προσέγγιση ο ένας από τον άλλο;
Ο ένας είναι η γη και ο άλλος ο ουρανός. Αλλά και οι δυο είναι φοβεροί και τους αγαπώ το ίδιο. Είναι πολύ διαφορετικοί άνθρωποι με πολύ διαφορετικές προσωπικότητες και αυτό αντανακλάται στη μουσική τους. Προτιμώ να μην το αναλύσω και να αφήσω τους ακροατές να κάνουν τις δικές τους σκέψεις πάνω σε αυτό το θέμα. Είναι πολύ δύσκολο να τους συγκρίνω γιατί στη συνεργασία μου με τον Pat ήταν εκείνος ο ηγέτης του γκρουπ και εγώ ήμουν εκεί για να τον βοηθήσω να πραγματοποιήσει το δικό του όραμα. Έτσι, εκείνος με οδηγούσε και μου ζητούσε να κάνω διάφορα πράγματα που συνήθως δεν σκέφτομαι να κάνω. Αντίθετα ο Bill συμμετείχε σε πρότζεκτ όπου leader ήμουν εγώ και αποφάσιζα εγώ για το τι πρέπει να γίνει.

Μετά από δύο άλμπουμ στην Artistshare, με το “Leaps of Faith” επέστρεψες σε μια συμβατική δισκογραφική εταιρεία. Ποια ήταν η εμπειρία σου δουλεύοντας με μια ιντερνετική εταιρεία;
Ήταν σπουδαία εμπειρία αλλά απαιτούσε πάρα πολύ χρόνο. Δεν είχα κανέναν που να ασχολείται με τα διαδικαστικά της δουλειάς. Με τη θέση που έχω τώρα ως καθηγητής σε ένα από τα μεγάλα πανεπιστήμια (της Washington), δεν μπορώ να διαθέσω τόσο χρόνο και τόση αφοσίωση που χρειάζεται το να κάνει κανείς ένα δίσκο μόνος του. Η Origin records είναι λοιπόν πολύ καλή από αυτή την άποψη, δεδομένου ότι δεν επεμβαίνει με κανένα τρόπο στη δουλειά μου. Πάντως θα ‘θελα να δουλέψω με την ECM. Άκουσα από τον Tim Berne ότι ο Manfred (Eicher) είναι «το κάτι άλλο» και είναι εντελώς αφοσιωμένος στο όραμά του. Αυτός ο συνδυασμός ισχυρής γνώμης και δυνατού concept με τον οποίο δουλεύει είναι πολύ ενδιαφέρων και θα με ωθούσε να εξερευνήσω διαφορετικούς χώρους.

Το “Leaps of Faith” ξεκινά με τρία από τα χιλιοπαιγμένα στάνταρντ. Πιστεύεις ότι υπάρχει ακόμη χώρος για μια διαφορετική ερμηνεία τους;
Αυτή τη στιγμή το πιστεύω περισσότερο από ποτέ. Αλλά δεν θα έκανα αυτό το δίσκο αν δεν πίστευα ότι υπάρχουν άπειρα περιθώρια για να «σκάψει» κανείς πολύ – πολύ βαθύτερα ακόμη.

Και στα δύο τελευταία σου σχήματα, του Agogic και το 4-tet επιλέγεις κυρίως αργούς ρυθμούς και σκοτεινές γραμμές του μπάσου. Κάποτε είχες πει ότι σε φόβιζε το ότι μπορεί να ακούγεσαι όπως ο Herb Alpert ή ο Chuck Mangione …
Στην πραγματικότητα θα έλεγα ότι με διασκέδαζε και την ίδια στιγμή με φόβιζε το ότι ο κόσμος μπορούσε να κάνει αυτή τη σκέψη. Ποτέ δεν αφιέρωσα αρκετό χρόνο στη μουσική κανενός από τους δύο για να με επηρεάσουν με οποιοδήποτε τρόπο. Για να μην αναφέρω ότι ο τρόπος που παίζω δεν μοιάζει καθόλου με τον δικό τους. Απλά κάποιες φορές αναρωτιέμαι πώς ακούει ο κάθε άνθρωπος και πόσο ανόητος μπορεί να είναι κάποιος, ώστε να λέει πράγματα που δεν έχουν καμιά σχέση με την πραγματικότητα.

Jazz & Tzaz, Οκτώβριος 2011

0 Σχόλια to “Cuong Vu”



  1. Σχολιάστε

Σχολιάστε




Kατηγορίες

Email me:

vagarag at freemail.gr

Αρχείο

Blog Stats

  • 28.582 hits
Νοέμβριος 2011
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 123456
78910111213
14151617181920
21222324252627
282930