Οι Φράσεις μετακόμισαν στο www.jazzbuzz.gr

jb2

Phrases have moved to http://www.jazzbuzz.gr.

Matt Holman

Matt Holman

Matt Holman’s Diversion Ensemble: “When Flooded” (BJU Records)
Ο νεαρός τρομπετίστας Matt Holman έχει συμμετάσχει ως σολίστας σε αρκετές μεγάλες ορχήστρες (ανάμεσά στις οποίες και η περίφημη Secret Society του Darcy James Argue) και η πρώτη του προσωπική δουλειά μοιάζει με μια προσπάθεια να συμπυκνώσει σε ένα μικρό σχήμα την έντεχνη γραφή και τις δυναμικές που χρησιμοποιούνται στα μεγάλα σύνολα. Το Diversion Ensemble, ένα κουιντέτο που με τρομπέτα, κλαρινέτο (Mike McGinnis), κιθάρα (Nate Radley), κρουστά (Ziv Ravitz) και τσέλο αντί μπάσου (Christopher Hoffman), έχει μια δομή που ρέπει προς αυτό που συνήθως λέμε chamber jazz. Τζαζ δηλαδή στην οποία συναντάμε αρκετά στοιχεία της κλασικής μουσικής και όπου συχνά το σουινγκάρισμα και οι αυτοσχεδιασμοί υποχωρούν προκειμένου να αναδειχθούν οι χρωματισμοί και τα matt holman when floodedενορχηστρωμένα μέρη. Αυτό συμβαίνει στα περισσότερα κομμάτια του “When Flooded”, όλα συνθέσεις του Holman, που ξεκινούν με λιτές μελωδικές γραμμές, οι οποίες εξελίσσονται αργά από την τρομπέτα, το κλαρινέτο και το τσέλο, φτάνοντας συχνά σε κορυφώσεις, με τη στήριξη των ατμοσφαιρικών ακόρντων του Radley και της σύνθετης ρυθμικής δουλειάς του Ravitz. Σε αρκετές περιπτώσεις βέβαια η πειθαρχία χαλαρώνει, όπως στα εννιά λεπτά του “Kindred Spirits” όπου η τρομπέτα και στη συνέχεια το κλαρινέτο βρίσκουν αρκετό έδαφος να κινηθούν ελεύθερα, ή στο “When Flooded” όπου ανάμεσα στις δύο ταυτόχρονες εξάρσεις των δύο πνευστών, ο Radley κάνει ένα μακρόσυρτο σόλο, καθώς ο Hoffman παίζοντας πιτσικάτο στρώνει με το τσέλο βαριές μπασογραμμές. Στο πιο δυναμικό κομμάτι του σετ “Chain of Command”, ο ηλεκτρισμένος φανκ ρυθμός ωθεί όλο του γκρουπ σε ομαδικούς αυτοσχεδιασμούς. Ένα έντεχνο και σύνθετο άλμπουμ με ομορφιές που αποκαλύπτονται μετά από κάθε άκουσμα.
Επαφή: http://www.mattholman.com

Living by Lanterns

living-by-lanterns

Living by Lanterns: “New Myth/Old Science” (Cuneiform Records)
Πριν από δύο περίπου χρόνια ο οργανισμός Experimental Sound Studio ανέθεσε στον ντράμερ Mike Reed να φτιάξει μια δουλειά που να βασίζεται στο αχανές ακυκλοφόρητο υλικό του Sun Ra που είχε στο αρχείο του. Υλικό που εκτείνεται από το 1948 ως το 1985 και περιλαμβάνει ούτε λίγο ούτε πολύ 700 ώρες ηχογραφήσεων. Ο Reed μαζί με τον βιμπραφωνίστα Jason Adasiewicz εστίασαν το ενδιαφέρον τους σε μια ηχογραφημένη πρόβα διάρκειας μιας περίπου ώρας, που είχε τον τίτλο NY 1961, στην οποία συμμετείχαν ο ίδιος ο Sun Ra στο ηλεκτρικό πιάνο και δύο από τους πιο αφοσιωμένους του συνεργάτες: ο σαξοφωνίστας John Gilmore και ο μπασίστας Ronnie Boykins.

living by lanternsΟ Adasiewicz δεν θέλησε να μείνει πιστός σε αυτά που άκουσε, αλλά αντλώντας ιδέες και θέματα, έγραψε και ενορχήστρωσε πρωτότυπες συνθέσεις, ο δε Reed προσθέτοντας στο γκρουπ του μερικούς ακόμη μουσικούς, έστησε μια μικρή big band με το όνομα Living by Lanterns. Στα έξι κομμάτια του “New Myth/Old Science” είναι φυσικά αισθητή η επιρροή του Sun Ra, αλλά το γκρουπ εκμεταλλευόμενο όργανα όχι συνηθισμένα στην Arkestra, έχει έναν δικό του χαρακτήρα. Ο λόγος κυρίως για την κιθάρα της Mary Halvorson και το τσέλο της Tomeka Reid. Η πρώτη στο “Think Tank” μετά τη στομφώδη εισαγωγή, κομμένη και ραμμένη στο στιλ του Sun Ra, σκορπίζει παραμορφωμένα ριφ και θορυβώδη ακόρντα και η δεύτερη με εκφραστικές δοξαριές δίνει έναν ιμπρεσιονιστικό τόνο στο «Shadow Boxer’s Delight”. Στο «Grow Lights” η Reid παίζει λεπτές πιτσικάτο γραμμές και κρατά μαζί με την κιθάρα τη βάση, αλλάζοντας ρόλους με το σκοτεινό κοντραμπάσο του Joshua Abrams που μένει στην περισσότερη διάρκεια του κομματιού στην κορυφή με ένα παρατεταμένο σόλο. Η κορνέτα του Taylor Ho Bynoum και τα σαξόφωνα του Greg Ward και της Ingrid Laubrock έχοντας ατμοσφαιρικό υπόβαθρο τις μεταλλικές αντηχήσεις του βιμπράφωνου, ξεκινούν συνήθως με πολύπλοκες μποπ φράσεις και αφήνονται σιγά σιγά στο ελεύθερο φύσημα. Ο τρόπος με τον οποίο δίνουν ζωή σε ιδέες που παρέμεναν επί δεκαετίες σε κάποια ράφια, δείχνει ότι οι Living by Lanterns έχουν κάθε λόγο να ξαναξεσκονίσουν τα αρχεία του Experimental Sound Studio.
Επαφή: http://jasonadasiewicz.com/living-by-lanterns

Jazz&Tzaz, Ιούνιος 2013

Barry Altschul

barry altschulBarry Altschul: “The 3Dom Factor” (TUM Records)
Δύο από τις πρόσφατες δισκογραφικές εμφανίσεις του βετεράνου ντράμερ Barry Altschul ήταν με το FAB Trio (οι δυο άλλοι συντελεστές του ήταν ο αείμνηστος Billy Bang και ο μπασίστας Joe Fonda) και με το τρίο του σαξοφωνίστα Jon Irabagon. Με τρίο και πάλι, παίρνοντας τον Fonda από το πρώτο σχήμα και τον Irabagon από το δεύτερο, μπήκε στο στούντιο αυτή τη φορά ως leader, κάτι που είχε να κάνει από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, γιορτάζοντας κατά κάποιο τρόπο με αυτή την ηχογράφηση τα εβδομηκοστά του γενέθλια.

Η λογική και η λειτουργία αυτού του σχήματος είναι κοινή με τα δύο προηγούμενα: χαλαρό αρμονικό πλαίσιο, άπλετος χώρος για the3domfactorαυτοσχεδιασμούς, διαρκής ένταση και απελευθέρωση. Ηχητικά το “The 3Dom Factor” είναι πιο κοντά στο “Foxy” του Irabagon, αφού το γκρουπ έχει το ίδιο ακριβώς στήσιμο. Αν όμως τα 80 λεπτά του “Foxy” κυλούσαν χωρίς την παραμικρή διακοπή, ώστε τα 12 κομμάτια του να μοιάζουν με ένα αδυσώπητο ξέσπασμα του σαξοφωνίστα, εδώ υπάρχει σαφής θεματικός διαχωρισμός στις συνθέσεις και συνεχής εναλλαγή των τριών οργάνων στο σολάρισμα. Στιγμές με δυνατό σφυροκόπημα από τα τρία όργανα, μπαλάντες που συνδυάζουν την ένταση με το λυρικό παίξιμο, ένα μελωδικό φάνκ αφιερωμένο στους κλασικούς ντράμερ που επηρέασαν τον Altschul στην αρχή της καριέρας του και ένας μονόλογος από τα τύμπανα για φινάλε, φτιάχνουν ένα σύνολο από συνθέσεις νέες, αλλά και παλιότερες που φτάνουν μέχρι το υλικό της πρώτης προσωπικής ηχογράφησης του ντράμερ. Μοναδική εξαίρεση τα δυόμισι λεπτά του “Ictus” της Carla Bley, όπου ο Irabagon αυτοσχεδιάζει κάθετα με μεγάλη ταχύτητα πάνω σε μια σε στυλ bebop διαδοχή ακόρντων. Ο Irabagon που μας έχει συνηθίσει σε απίστευτα πράγματα είτε μόνος είτε με τους Mostly Other People Do The Killing, δείχνει ότι το οπλοστάσιό του είναι ανεξάντλητο, ο Fonda οδηγεί το γκρουπ με τεράστια δύναμη και σιγουριά, έχοντας προτίμηση στα πολύ γρήγορα σχήματα και τις χαμηλές νότες και ο Altschul είναι απλά ένας μάστερ. Τρεις γενιές σε ένα υπέροχο ταίριασμα.

Επαφή: www.tumrecords.com

Jazz & Tzaz, Μάιος 2013

Neil Cowley

NEILCOWLEYTRIO 1

The face of piano trio
Σε ηλικία δέκα ετών έπαιξε με το πιάνο του ένα κονσέρτο του Shostakovich στο Queen Elizabeth Hall του Λονδίνου. Στο σπίτι οι γονείς του άκουγαν τζαζ, αλλά εκείνος περνούσε περισσότερο χρόνο με τις κινηματογραφικές μουσικές του Roy Budd, του Lalo Schiffrin και του John Barry. Από τα δεκαεπτά, έχοντας παρατήσει τις κλασικές σπουδές, άρχισε να δουλεύει με γνωστά φανκ και σόουλ συγκροτήματα όπως οι Pasadenas, οι the Brand New Heavies και οι Zero 7. Συνέχισε παίζοντας electronica στο ντούο Fragile State και γράφοντας ορχηστρικά θέματα και μουσικές για την τηλεόραση, ενώ συμμετείχε με τον τρόπο του στην τεράστια επιτυχία της Adele, αφού έπαιζε πιάνο στα δύο πρώτα της άλμπουμ. Με τέτοια προϊστορία, το ακουστικό τρίο που σχημάτισε ο Neil Cowley είναι επόμενο να μην αποτελεί μια τυπική περίπτωση τζαζ πιάνο τρίο.

Το Neil Cowley Trio δημιουργήθηκε το 2005 έχοντας τον Richard Sadler στο κοτραμπάσο και τον Evan Jenkins στα τύμπανα. Με το πρώτο τους displacedκιόλας άλμπουμ “Displaced” (2006), άρχισαν να τους συγκρίνουν με τους Bad Plus και το E.S.T. Από τότε, όπως έχει πει ο βρετανός πιανίστας, έπαψε να ακούει αυτά τα γκρουπ, αλλά οι συγκρίσεις δεν σταμάτησαν. Υιοθετώντας έναν τρόπο λειτουργίας που βασίζεται στη σύνθεση και στον συλλογικό αυτοσχεδιασμό και όχι στο παραδοσιακό πρότυπο θέμα – διαδοχικοί αυτοσχεδιασμοί – θέμα, ο Cowley φέρνει σε αυτό το ακουστικό σχήμα την ενέργεια, την ένταση και την εκρηκτικότητα ενός ροκ γκρουπ και θέματα που μοιάζουν να προέρχονται από οικείες ποπ μελωδίες. Όπως δεν προσφέρεις χιόνι στους Εσκιμώους, συνηθίζει να λέει χαριτολογώντας, αισθανόταν ότι είναι κάπως ανόητο να αγνοεί όλα εκείνα τα στοιχεία στα οποία είναι δυνατή η Βρετανία και να προσπαθεί να παίξει τζαζ σαν τους αμερικανούς, που ούτως ή άλλως ξέρουν να το κάνουν με τον καλύτερο τρόπο.
Tο “The Face Of Mount Molehill”, το τέταρτο άλμπουμ του τρίο φέρνει σημαντικές αλλαγές. Τη θέση του Sadler στο κοντραμπάσο έχει αναλάβει ο the face of mount molehillαυστραλός Rex Horan, που με την εμφάνισή του (το τσιγκελωτό μουστάκι, τη ξανθιά κοτσίδα και τα γεμάτα τατουάζ χέρια), με ένα μπακγκράουντ ανάλογο με του Cowley και πολύ περισσότερο με τον δυναμισμό και την τεχνική του, ταιριάζει απόλυτα στην εικόνα και την κατεύθυνση του γκρουπ, που κάνει ένα νέο ηχητικό άνοιγμα. Με τη βοήθεια του κιθαρίστα Leo Abrahams (έχει συνεργαστεί με τον Brian Eno) που δουλεύει περισσότερο με ατμοσφαιρικά εφέ και δέκα εγχόρδων σε διάφορους συνδυασμούς και με τις πρωτότυπες ενορχηστρώσεις που έγραψε ο ίδιος ο Cowley, έρχεται στο προσκήνιο η αγάπη του πιανίστα για την κινηματογραφική μουσική. Πολλά από τα κομμάτια ακούγονται σαν να επενδύουν νοητές σκηνές από ταινίες, και έτσι προτρέπουν οι τίτλοι τους να τα δει κανείς (“Rooster Was A Witness”, “Distance By Clockwork”, “Siren’s Last Look Back”, “Skies Are Rare”). Με αυτή τη δουλειά το Neil Cowley Trio δείχνει ότι όχι απλά δεν είναι ένας κλώνος των καθιερωμένων πιάνο τρίο, αλλά και ότι το πρόσωπο αυτού του μικρού σχήματος έχει απεριόριστα περιθώρια για εξέλιξη και μεταμορφώσεις.

Συνέντευξη με τον Neil Cowley
Αν και οι γονείς σου αγαπούσαν πολύ την τζαζ, εσύ προτιμούσες να ακούς συνθέτες κινηματογραφικής μουσικής. Τι σε προσέλκυσε σε αυτού του είδους τη μουσική;
Ο θείος μου ήταν μεγάλος λάτρης του John Barry. Σε μια από τις πιο παλιές μου εμπειρίες τον θυμάμαι να μου βάζει στα αυτά ένα ζευγάρι τεράστια ακουστικά και να ακούω το θέμα από το ‘Lion in Winter’, μια ταινία με τον Peter O’Toole και την Katherine Hepburn, που αναφερόταν στις συγκεντρώσεις της βασιλικής οικογένειας στη Χριστουγεννιάτικη έπαυλη του Ερρίκου του δεύτερου. Ειδικά η στιγμή που η Katherine Hepburn ανεβαίνει με μια βάρκα πάνω από τον ορίζοντα, υπό τους ήχους της χορωδιακής μουσικής του John Barry, μου άφησε ένα ανεξίτηλο σημάδι σχετικά με τη σημασία και την επίδραση της κινηματογραφικής μουσικής.

Στις συνθέσεις σου, όσο και στους τίτλους τους, υπάρχει μια κινηματογραφική προσέγγιση. Σου συμβαίνει συχνά να έχεις την αίσθηση ότι γράφεις το σάουντρακ μιας ιστορίας όταν συνθέτεις;
Θυμάμαι μια αμερικάνικη κωμική σειρά που μου άρεσε, η οποία λεγόταν ‘Soap’ και έπαιζαν η Katherine Helmond υποδυόμενη την Jessica Tate. Πάντοτε ξεκινούσε με τη φωνή του αφηγητή να λέει ότι η Jessica θα ‘θελε να αφιέρωνε τη ζωή της στη μουσική. Η μουσική που γράφω είναι κατά κάποιο τρόπο η μάταιη προσπάθεια να πετύχω τον ίδιο στόχο για τον εαυτό μου. Πολύ συχνά όταν κάθομαι και παίζω, εν είδει φυγής από την πραγματικότητα, μεταφέρω μια πιο ρομαντική και αινιγματική έκδοση της ζωής μου.

Μετά τη συμμετοχή σου σε διάφορα φανκ, σόουλ και ελεκρόνικα πώς επέλεξες ένα ακουστικό πιάνο τρίο ως το επόμενο σχήμα σου;
Με κούρασε το να υπεισέρχεται η τεχνολογία στις προσπάθειές μου να επικοινωνήσω με τους ανθρώπους. Μια παροιμία που λένε στα στούντιο ηχογραφήσεων, που πιστεύω ότι εκφράζει την πραγματικότητα, λέει ότι «κάθε συσκευή σε φέρνει και ένα βήμα πιο μακριά από μια καλή ιδέα». Στα νεανικά μου χρόνια πήρα την εκπαίδευση του πιανίστα και έτσι το να επιστρέψω σε αυτό που ξέρω να κάνω καλύτερα από όλα ήταν κάτι σημαντικό για μένα. Επιπρόσθετα χρειαζόμουν να απαλλαχθώ από τη δυνατότητα να τελειοποιώ τα πάντα μέσα στο στούντιο. Από τότε έγινε για μένα κανόνας το ότι κάνω μια εκτέλεση χωρίς καμιά διόρθωση των λαθών.

Συνήθως αποφεύγεις τον συμβατικό τρόπο λειτουργίας ενός τζαζ γκρουπ, που θέλει να ξεκινά με το θέμα, να συνεχίζεται με αυτοσχεδιασμούς από το ένα όργανο μετά το άλλο και να επανέρχεται στο θέμα. Αντ’ αυτού προτιμάς να δίνεις έμφαση στα γραμμένα μέρη και στους συλλογικούς αυτοσχεδιασμούς…
Πράγματι. Πιστεύω ότι αυτό προέρχεται από το ότι έχω βαρεθεί τόσο πολύ το ασταμάτητο σολάρισμα σε οτιδήποτε έχει σχέση με την τζαζ. Υπάρχουν φυσικά μερικοί σπουδαίοι δίσκοι που έχουν αυτό το στοιχείο, αλλά γενικά βρίσκω πιο ενδιαφέροντα τα μικρά και πιο κοντά στο θέμα σόλο. Πρόθεσή μου είναι να πω περισσότερα με τις συνθέσεις παρά με τους αυτοσχεδιασμούς μου. Επίσης όπως λέει και ο David Byrne στο πρόσφατο βιβλίο του ‘How Music Works’, αισθάνομαι ότι η ηχογραφημένη και η ζωντανή μουσική εμπειρία είναι δύο «εντελώς διαφορετικά ζώα». Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι η ηχογραφημένη μουσική ακούγεται σε διαφορετικό περιβάλλον και σε διαφορετική εγκεφαλική κατάσταση σε σχέση με τη ζωντανή. Οπωσδήποτε ας παίζουμε ελεύθερα στη ζωντανή εμφάνιση, αλλά ίσως να πρέπει να αλλάξουμε τον τρόπο προσέγγισης στους δίσκους. Αλλιώς μπορεί να καταλήξει κανείς να ηχογραφεί τέτοιους δίσκους που ακούγοντάς τους ο ακροατής λέει «Πω πω, τι φοβεροί παίκτες..» και δεν τους ξανακούει ποτέ. Υπάρχουν πιστεύω πολλά περισσότερα να κάνει κάποιος με ένα ινστρουμένταλ γκρουπ από το «κοιτάξτε μας, δεν είμαστε φοβεροί παίκτες;”.

Όταν έγραφες τα τραγούδια του “The Face Of Mount Molehill” είχες από την αρχή κατά νου τη χρήση των εγχόρδων;
Σε μεγάλο βαθμό. Μερικούς μήνες πριν το τρίο είχε πειραματιστεί με έγχορδα στο Φεστιβάλ Τζαζ του Λονδίνου και είχε δημιουργηθεί η αίσθηση ότι υπήρχαν αρκετές συνθετικές δυνατότητες. Ήταν πια καιρός να κάνουμε κάτι διαφορετικό μετά τους τρεις δίσκους με το τρίο.

Πώς εξελίσσονται τα τραγούδια πάνω στη σκηνή; Προσπαθείτε να μείνετε κοντά στα γραμμένα μέρη;
Ναι, χρησιμοποιούμε τα γραμμένα μέρη. Προφανώς στα βασικά μελωδικά τμήματα, αλλά και σαν βάση ή σαν εναρκτήριο σημείο για κάθε συλλογικό αυτοσχεδιασμό. Σκοπός μας είναι όσο μπορούμε να δημιουργούμε μεγάλα στρώματα έντασης και απελευθέρωσης και το καταφέρνουμε καλύτερα όταν πηδάμε πάνω σε επαναλαμβανόμενα ακόρντα και ρυθμούς. Σχεδόν πάντα είναι αποσπάσματα από την αρχική σύνθεση που τα τονίζουμε και τα χρησιμοποιούμε ως εφαλτήρια για ομαδικούς αυτοσχεδιασμούς. Δεν μου αρέσει και τόσο η ιδέα των τριών μουσικών που περιμένει καθένας τη σειρά του, θάβοντας ο καθένας το κεφάλι του στο δικό του κόσμο. Ένα κομμάτι μας που λέγεται ‘She Eats Flies’ αρχικά είχε διάρκεια τρία λεπτά. Τώρα έχει γίνει ένα δεκαπεντάλεπτο «έπος». Σχεδόν κάθε τμήμα του με τα χρόνια έχει αναπτυχθεί και επεκταθεί πάνω στη σκηνή. Όχι τόσο πολλές ελεύθερες νότες, απλά χτίσιμο και ξαναχτίσιμο. Είναι μια καλή επιλογή για ανκόρ.

Είχες πει κάποτε ότι στη Βρετανία οι τζαζ μουσικοί αντιμετωπίζονται σαν πολίτες δεύτερης κατηγορίας…
Πάντα υπήρχε η αίσθηση ότι οι μουσικοί αντιμετωπίζονται με μεγαλύτερο σεβασμό στις χώρες της κεντρικής Ευρώπης από ότι στη Βρετανία. Στην Αγγλία είναι αυτό το υποβόσκον συναίσθημα για τους μουσικούς ότι θα πρέπει ψάξουν για μια κανονική δουλειά! Οι δε μουσικοί της τζαζ με τις κακοπληρωμένες εμφανίσεις, τη βρώμικη συμπεριφορά και τη δύσκολη μουσική τους, θεωρείται ότι βρίσκονται στον πάτο αυτού του σωρού! Πρόκειται για έναν φαύλο κύκλο. Αν και ταυτίζομαι με αυτό το χάλι, δεν θα θεωρούσα τον εαυτό μου έναν καθαρόαιμο τζαζ μουσικό. Χρειάζεται περισσότερη αφοσίωση! Υπάρχει όμως αυτό το στοιχείο του «είμαι απέξω και κοιτάζω μέσα» που βρίσκεται πιστεύω στην καλύτερη τέχνη.

Ποια είναι τα επόμενα βήματα για σένα και το τρίο;
Ένα καινούριο άλμπουμ. Απ΄ ότι φαίνεται μόνο με τους τρεις μας. Στόχος μας αυτή τη φορά είναι να εξερευνήσουμε πιο συλλογικά συνθετικά στοιχεία. Να προσπαθήσουμε να αξιοποιήσουμε περισσότερο την ενέργεια που μαζεύουμε όταν βρισκόμαστε μαζί. Στο μεταξύ έχω οριστεί “Musician in Residence” του Derry-Londonderry που είναι φέτος η πολιτιστική πόλη της Βρετανίας. Είναι ένας σημαντικός τίτλος και σημαίνει ότι βασικά πρέπει να περνώ πολύ χρόνο ταξιδεύοντας στο ιστορικό κέντρο του Derry-Londonderry, να συνθέτω και να συνεργάζομαι με τα μουσικά και μη μουσικά ταλέντα της πόλης. Το αποκορύφωμα θα είναι μια μεγάλη συναυλία αργότερα αυτή τη χρονιά. Πρόκειται για μια πόλη που είχε μέσα στα χρόνια τα προβλήματά της και αυτό την κάνει πιο συναρπαστική. Πέρα από αυτά είναι ένα από τα πιο φλογερά και ελπιδοφόρα μέρη που έχω επισκεφθεί εδώ και πολύ καιρό. Θα είναι υπέροχα και όποιος δεν πάει σε αυτή την πόλη ειδικά φέτος θα χάσει!

επαφή: http://www.neilcowleytrio.com

Jazz & Tzaz, Απρίλιος 2013

Φεστιβάλ Τζαζ Σύρου

Poster_Jazz_Web

Μετά τις πετυχημένες τζαζ συναυλίες που έγιναν τα τελευταία χρόνια στην πρωτεύουσα των Κυκλάδων, ήλθε η ώρα για το Φεστιβάλ Τζαζ Σύρου. Ξεκινώντας με χαμηλό κόστος, αλλά πολύ υψηλό καλλιτεχνικό επίπεδο, έχει στόχο να καθιερωθεί φιλοξενώντας μεγάλα ονόματα από την εγχώρια και τη διεθνή τζαζ σκηνή. Στα πρώτα του βήματα λοιπόν θα γεμίσει το Θέατρο Απόλλων για δύο μέρες (στις 3 και 4 Ιουνίου) με τον ήχο του σύγχρονου jazz piano trio.

Συμμετέχουν: Ramon Valle Trio, Ανδρέας Συμβουλόπουλος Trio, Momo Trio και Music of the Heart Jazz Trio.

Το φεστιβάλ σε συνεργασία με τoν Γιάννη Ρούσσο και το Contemporary Music School θα προσφέρει και ένα σεμινάριο με θέμα τον τζαζ αυτοσχεδιασμό. Οι συμμετέχοντες ανεξαρτήτως του οργάνου που παίζουν, του επιπέδου στο οποίο βρίσκονται και της εμπειρίας τους, θα έχουν τη δυνατότητα να διευρύνουν τους μουσικούς και εκτελεστικούς τους ορίζοντες και να έρθουν σε επαφή με το στοιχείο του αυτοσχεδιασμού, εμβαθύνοντας στην έκφραση, τον ρυθμό, τον ήχο, την αρμονία, τη μελωδία και τη δημιουργικότητα. Η συμμετοχή στο σεμινάριο είναι δωρεάν και όσοι ενδιαφέρονται μπορούν να δηλώσουν συμμετοχή στο 6978 415911.

Διοργάνωση: Οργανισμός Πολιτισμού – Αθλητισμού Σύρου, με την υποστήριξη της Βασιλικής Ολλανδικής Πρεσβείας.

Σύρος, Θέατρο Απόλλων – 3 & 4 Ιουνίου 2013.

περισσότερες πληροφορίες στο: http://syrosjazzfestival.wordpress.com

 

Francisco Pais

franciscopais

Francisco Pais: “Raise your vibration” (Product of Imagination Records)
Ο πορτογάλος Francisco Pais είναι ένας κιθαρίστας που μετά τις σπουδές του στο Berklee παρέμεινε στην Αμερική για να συνεχίσει εκεί την καριέρα του. Παρόλο λοιπόν που και προικισμένος σολίστας είναι και έχει σημαντική τζαζ δράση για πάνω από δέκα χρόνια ως sideman και ως ηγέτης (μιλούν με τα καλύτερα λόγια γι αυτόν μουσικοί όπως η Esperanza Spaulding και ο Lionel Loueke), στο καινούριο του CD τού βγαίνει περισσότερο ο ρόλος του singer-songwriter. Οι πηγές που έδωσαν τροφή στη θεματολογία και το ύφος των paisεννιά τραγουδιών του “Raise your vibration” είναι κυρίως οι έντονες συναισθηματικές καταστάσεις που έζησε τον τελευταίο καιρό (ο θάνατος της μητέρας του και η γέννηση της κόρης του) και η καθημερινή του ενασχόληση με τη γιόγκα. Η θλίψη για την ανεπανόρθωτη απώλεια, η χαρά και η ελπίδα από την έλευση της νέας ύπαρξης και η εξάσκηση στην αναζήτηση αρμονίας και ισορροπίας, εξωτερικεύονται σε όμορφες, λυρικές μπαλάντες με προσεγμένες ενορχηστρώσεις. Τις αφηγήσεις της απαλής, αισθαντικής φωνής του, που συχνά θυμίζει Sting και Peter Gabriel, συμπληρώνουν δυνατοί αυτοσχεδιασμοί κυρίως από το άλτο σαξόφωνο και το μπάσο κλαρινέτο του Myron Walden και τα πλήκτρα του Leo Genovese. Έτσι γίνεται στο “Lightness of being”, όπου μετά τους υπαρξιακούς ρεμβασμούς του ο Pais καλεί τον Genovese να κλείσει το τραγούδι με ένα σόλο που το ανεβάζει στα ύψη και με ανάλογο τρόπο εξελίσσεται το “Magnifying” που αφήνεται επίσης να ολοκληρωθεί από τα φέντερ ρόουντς του Genovese. Στο ρυθμικό “Broken Open”, Genovese, Pais και Walden μοιράζονται το σολάρισμα και οι δύο τελευταίοι κλείνουν με έναν εκτεταμένο διάλογο άλτο και κιθάρας που κόβει την ανάσα, ενώ σε όλη τη διάρκεια του “Space For Your Soul” ο Walden συνομιλεί με τη φωνή φτάνοντας συνεχώς στα ψηλά ρετζίστρα του άλτο του. Για το αρχικά χαμηλόφωνο “Humble Over The Fact” που στη συνέχεια γίνεται το πιο γκρούβι κομμάτι του CD και τη ροκ μπαλάντα “The Dream”, ο κιθαρίστας κρατά μόνος του το ρόλο του σολίστα ενεργοποιώντας τον πιο ηλεκτρικό και ροκ εαυτό του. Το μοναδικό τραγούδι στο οποίο τα όργανα μένουν στο περιθώριο είναι το υμνητικό “Chakra Song”, όπου η μουσική λειτουργεί σαν χαλί στους γιόγκα διαλογισμούς του Pais.
επαφή: http://www.franciscopais.com

Todd Marcus

toddmarcus

Todd Marcus: “Inheritance” (Hipnotic records)

Είναι πολύ συνηθισμένο οι σαξοφωνίστες και οι κλαρινετίστες να παίζουν και μπάσο κλαρινέτο (με πρώτο και καλύτερο τον Eric Dolphy φυσικά, και άλλους εξαιρετικούς αυτοσχεδιαστές όπως ο David Murray, ο Gebhard Ullmann, ο Don Byron και ο James Carter, για να θυμηθούμε μερικούς), αλλά δε συναντάμε συχνά μουσικούς που να το έχουν ως αποκλειστικό ή ως το βασικό τους μέσο έκφρασης. Ο Todd Marcus από τη Βαλτιμόρη, που επέλεξε αυτό το όργανο ακούγοντας -ποιον άλλον- τον Eric Dolphy, λέει ότι θέλει να το οδηγήσει σε νέο έδαφος, μιας και ο συνήθης του ρόλος είναι να προσθέτει χρώμα σε μια ορχήστρα ή να είναι ένα πνευστό για ελεύθερο αυτοσχεδιασμό στην αβάν γκαρντ.

inheritanceTο “Inheritance”, που είναι το δεύτερο άλμπουμ του (το πρώτο είχε κυκλοφορήσει πριν από 6 χρόνια), όπως λέει κι ο τίτλος που επέλεξε, είναι αφιερωμένο στην κληρονομιά του: την παράδοση της τζαζ που αγάπησε στη χώρα που γεννήθηκε και μεγάλωσε, και την αιγυπτιακή καταγωγή του. Ισοκατανέμει λοιπόν το υλικό του σε δύο κατευθύνσεις, δείχνοντας τα πληθωρικά συνθετικά και εκτελεστικά του προσόντα. Με τρία δικά του κομμάτια και τις διασκευές στο “Bye Bye Blackbird” και στο “Epistrophy” ακολουθεί ξεκάθαρα τις σταθερές του post bop, ενώ παράλληλα με πέντε ακόμη δικές του συνθέσεις επιχειρεί να συναντήσει και τις ανατολίτικες ρίζες του και συμβολικά φωτογραφίζεται στο εξώφυλλο του CD μπροστά από αιγυπτιακές παραστάσεις στο μουσείο Penn της Philadelphia. Τα δύο rhythm section που χρησιμοποιεί, με πιανίστα τον Xavier Davis και ντράμερ τον Eric Kennedy το πρώτο και αντίστοιχα τον George Colligan και τον Warren Wolf το δεύτερο, έχουν κοινό παρονομαστή τον μπασίστα Eric Wheeler, ενώ σε τρία κομμάτια συμμετέχει και ο Don Byron. Στο “Inheritance”, που είναι μια παραλλαγή του “Mr. Day” του Coltrane, στο “Epistrophy” και στο γρήγορο μπλουζ “The Adventures Of Kang And Kodos” ο Marcus σουινγκάρει με φοβερή ενέργεια με μακριές ακολουθίες από όγδοα. Στο μεγαλύτερο μέρος της λυρικής σουίτας “Harod”, το ενδιαφέρον εστιάζεται στις ερωταπαντήσεις ανάμεσα στον Marcus και τον Byron. Τέλος στο “Blues For Tahrir” το μπάσο κλαρινέτο και το πιάνο του Colligan με όμορφο σολάρισμα μάς ξεναγούν στη φημισμένη πλατεία του Καΐρου πάνω σε ένα υπνωτιστικό τέμπο και αντίθετα σε πολύ μεγάλες ταχύτητες στο “Wahsouli” ο Marcus συνδυάζει το δυνατό σουίνγκ με το ανατολίτικο φίλινγκ.

επαφή: www.toddmarcusjazz.com

My generation with a Who

Arag_83

Σύρος, άνοιξη του 1983. Σε μια ανάπαυλα από τη φοιτητική ζωή της Αθήνας τριγυρνώντας στην κεντρική πλατεία του νησιού, είδα τον αδελφό μου να κατευθύνεται βιαστικά προς το λιμάνι με το “Quadrophenia” ανά χείρας. Είχε εντοπίσει τον Pete Townshend έξω από ένα τουριστικό σκάφος και πήγαινε να του το υπογράψει. Τον ακολούθησα χωρίς δεύτερη σκέψη. Στο πρόσωπο που αντίκρισα στην προκυμαία αναγνώρισα αμέσως τον ηγέτη των Who. Η όλη του εμφάνιση όμως είχε ελάχιστη σχέση με την επιβλητική φιγούρα που είχε αποτυπωθεί στο μυαλό μου, με τα τεράστια άλματα που έκανε με τη Gibson του έχοντας ορθάνοιχτα τα πόδια και με τη θεαματική κίνηση του χεριού του που χτυπούσε με δύναμη τις χορδές της, έχοντας διαγράψει στον αέρα 360 μοίρες. Και παρόλο που, όπως συνειδητοποιώ τώρα, δεν είχε κλείσει ακόμη τα τριάντα οκτώ, στα μάτια μου φαινόταν σαν ένας κουρασμένος μεσήλικας. Μέσα στα λίγα λεπτά που μείναμε κοντά του, βγήκαμε μαζί δυο φωτογραφίες, έβαλε μια φαρδιά υπογραφή και ένα best wishes πίσω από την πλάτη του νεαρού με τη βέσπα στο εξώφυλλο του δίσκου και καθώς έκανε χειραψία με δυο-τρεις ακόμη φίλους που βρέθηκαν εκεί, μου φάνηκε πως τον άκουσα να μουρμουρίζει “the new anarchists”.

who i amΠριν από λίγες μέρες αγόρασα την αυτοβιογραφία του “Who I am”. Ενστικτωδώς ξεφύλλισα αμέσως τις σελίδες μετά τη μέση του βιβλίου, ψάχνοντας τις αναμνήσεις του από το 1983, αν και ήμουν βέβαιος ότι δεν υπήρχε περίπτωση να υπάρχει κάποια αναφορά στη σύντομη παραμονή του στο νησί. Η παράγραφος στο τέλος του κεφαλαίου “The last drink”, που αναφερόταν σε μια περίοδο κατά την οποία προσπαθούσε να απαλλαγεί από τις εξαρτήσεις του, με διέψευσε: «Είχα βρει ένα σκάφος στη Μαγιόρκα, ένα παλιό Herd Mackenzie φτιαγμένο στη Σκωτία, με μήκος 65 πόδια που λεγόταν Ferrara, που ήταν ικανό να διανύσει μερικές χιλιάδες μίλια. Η πρώτη μας περιπέτεια ήταν στα ελληνικά νησιά. Πετάξαμε στην Αθήνα για να το βρούμε, και ταξιδέψαμε ανατολικά σε δυο-τρία νησιά, ώσπου έπιασε δυνατός αέρας και αποκλειστήκαμε στο νησί της Σύρου. Η Minta (σημ.: η δωδεκάχρονη τότε κόρη του) έκανε επίδειξη της ικανότητάς της στις γλώσσες, μιλώντας με τον πωλητή σε ένα τοπικό μαγαζί καπνού, σε βασικά ελληνικά που είχε μάθει μέσα σε λίγες ώρες. Αισθανόμουν ότι ξεκινούσα μια νέα ζωή στην οποία οι απολαύσεις μου, αν δεν ήταν αυστηρά συμβατικές, τουλάχιστον δεν θα δημιουργούνταν με τεχνητό τρόπο». 

Jazz & Tzaz, Μάρτιος 2013

Mark Alban Lotz

Mark+Alban+Lotz

Flute experimental

Η πατρική συλλογή δίσκων τού εξασφάλισε την πρόσβαση σε έναν απίστευτο πλούτο ηχογραφήσεων που ξεκινούσαν από τα τέλη του 19ου αιώνα, ενώ τα χρόνια που πέρασε μεγαλώνοντας στην Ταϊλάνδη και στη συνέχεια στην Ουγκάντα τον έφεραν σε επαφή με τη μουσική της Ασίας και της Αφρικής. Η επαφή έγινε βαθύτερη με τα μαθήματα εθνολογίας και μουσικολογίας στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Με τις σπουδές του στη Γερμανία, την Αμερική και την Ολλανδία (η τελευταία έχει γίνει η δεύτερη πατρίδα του εδώ και είκοσι χρόνια), επιδόθηκε συστηματικά στη δυτική μουσική παράδοση και την τζαζ. Αυτός ο πλουραλισμός είναι ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά της δουλειάς του γερμανού φλαουτίστα Mark Alban Lotz, που απλώνεται από τη free jazz ως τη λαϊκή μουσική της Κούβας και της Δυτικής Αφρικής.

«Είχα την τύχη να μεγαλώσω με έναν πατέρα που είναι μανιώδης συλλέκτης δίσκων σελάκ και βυνιλίου», λέει ο φλαουτίστας στο Jazz & Tzaz από το Ντακάρ της Σενεγάλης όπου βρίσκεται για να ηχογραφήσει τον καινούριο του δίσκο. Η συλλογή του δόκτορα Rainer E. Lotz (http://www.lotz-verlag.de) έμαθε στον Mark από τα παιδικά του χρόνια τους μεγάλους της τζαζ σε όλο το βάθος της ιστορίας της. «Περιλάμβανε τα άπαντα του Duke Ellington και του Louis Armstrong, αλλά έφτανε και σε μουσικούς όπως ο Cecil Taylor. Ο πατέρας μού γνώρισε την τζαζ όχι μόνο από τις ηχογραφήσεις αλλά και πηγαίνοντάς με σε συναυλίες». Εξίσου μεγάλη επιρροή είχαν πάνω του οι μάστερ της world music όπως τους αποκαλεί, σαν τον Doudou N’diaye Rose, τον Hariprasad Chaurasia, τον Lázaro Ros, καθώς και κλασικοί συνθέτες όπως ο Bach και ο Jacques Ibert. «Όλα αυτά μπορεί να τα ακούσει κανείς στη μουσική μου. Όμως αυτός που με επηρέασε περισσότερο ήταν ο δάσκαλός μου ο φλαουτίστας Michael Heupel. Άλλοι φλαουτίστες που θαυμάζω είναι ο James Moody, ο Hubert Laws και ο Sam Most, που είχα την ευκαιρία να τον γνωρίσω από κοντά». Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 ως leader του Lotz of Music, ενός πρότζεκτ που αλλάζει διαρκώς μέγεθος και μέλη, βρίσκει ισορροπία ανάμεσα στον τζαζ αυτοσχεδιασμό και τη σύγχρονη κλασική μουσική, ενώ το Standard Quartet είναι το πιο κοντινό στην παραδοσιακή τζαζ σχήμα του. Με τους Shangos Dance για μια δεκαετία προσέγγισε με ιδιαίτερο τρόπο την αφροκουβανέζικη θρησκευτική μουσική και από το 2006 οι A Fula’s Call, μια παρέα από ευρωπαίους, αφρικανούς και ασιάτες μουσικούς είναι το world fusion συγκρότημά του. Το δεύτερο CD των A Fula’s Call είναι η ηχογράφηση που κάνει στο Ντακάρ τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές.

uexperimentalΕσχάτως όμως βρίσκεται όλο και συχνότερα σε improv καταστάσεις, είτε με τη σειρά συναυλιών υπό τον τίτλο uex(perimental), είτε με τις συχνές επισκέψεις του στην Τουρκία. Το ομώνυμο άλμπουμ (Evil Rabbit records) αντιπροσωπεύει τη μακροχρόνια στενή συνεργασία του Lotz με το συμπατριώτη του κοντραμπασίστα Meinrad Kneer. Οι δυο τους από το 2007 άρχισαν να εμφανίζονται μια φορά το μήνα στο Centraal Museum της Ουτρέχτης παίζοντας ελεύθερους αυτοσχεδιασμούς και έχοντας μαζί τους κάθε φορά διάφορους μουσικούς της ολλανδικής σκηνής. Ύστερα από εμφανίσεις πέντε χρόνων, το 2011 αποφάσισαν να μπουν και στο στούντιο. Ένα τόσο μικροσκοπικό στούντιο του Άμστερνταμ που δεν επέτρεψε τη συμμετοχή πιανίστα και ντράμερ. Τα 26 κομμάτια του CD που προέκυψε είναι στην πλειοψηφία τους μινιατούρες, με μέση διάρκεια κάτω από δύο λεπτά και καθένα τους μοιάζει με μικρό πείραμα που δίνει υλικό προς διερεύνηση και επεξεργασία. «Όλα τα κομμάτια είναι εντελώς αυτοσχέδια. Ο ρόλος μου ως ηγέτη περιοριζόταν στο να καθορίζω αν το σχήμα με το οποίο θα παίζαμε θα ήταν ντούο, τρίο κτλ.». Ο Lotz χρησιμοποιώντας συχνά το κοντραμπάσο φλάουτο κινείται σε συχνότητες χαμηλότερες και από του Kneer δημιουργώντας ένα σκοτεινό, μυστηριώδες υπόβαθρο, που έρχεται να το βαθύνει ακόμη περισσότερο το βαρύτονο σαξόφωνο του Yedo Gibson. Στα τρία κομμάτια που συμμετέχει ο βοκαλίστας Han Buhrs με αλλοπρόσαλλους ήχους και λαρυγγισμούς επιδίδεται σε ένα στοιχειωμένο, τρελό σκατ. Το ίδιο απόκοσμη, σε πολύ υψηλότερες νότες εκείνη, ακούγεται η φωνή της Jodi Gilbert βοηθούμενη από τις ηλεκτρικές παραμορφώσεις της κιθάρας του Alfredo Genovesi, ενώ ένα ακόμη ενδιαφέρον και πέρα από κάθε συμβατικότητα δίδυμο φτιάχνουν η λαπ στιλ κιθάρα του Joost Buis με την τρομπέτα και τη φωνή της Felicity Provan.

may4thΤα δύο Istanbul Improv Sessions ηχογραφήθηκαν στη διάρκεια δύο διαδοχικών ημερών το Μάιο του 2010. «Είχα προσκληθεί στην Ιστανμπούλ για να παίξω και πάλι με το crossover τζαζ κουαρτέτο του μπασίστα Kamil Erdem. Αυτή τη φορά ήταν μαζί και ο φανταστικός αρμονικίστας Meriç Dönük. Συνεργάστηκα ακόμη με τη βοκαλίστα Sible Köse και τον κιθαρίστα και τραγουδιστή Bora Celiker και έκανα workshop στο πανεπιστήμιο Yildiz. Τα δύο συγκεκριμένα πρότζεκτ τα σχημάτισα προκειμένου να παίξω με μερικούς εξέχοντες αυτοσχεδιαστές της πόλης. Το αποτέλεσμα ήταν τόσο ελπιδοφόρο, ώστε αποφασίσαμε αμέσως να το ηχογραφήσουμε». Στο πρώτο από αυτά που ηχογραφήθηκε στις 4 Μαΐου και κυκλοφορεί επίσης από την ολλανδική Evil Rabbit records, ο Lotz συνευρίσκεται με τους Islak Köpek. Χωρίς τύμπανα και εδώ, χωρίς προετοιμασμένο θέμα, ρυθμό και αρμονίες ο φλαουτίστας συνομιλεί σε διάφορους συνδυασμούς με τους αυτοσχεδιαστές του τουρκο-αμερικάνικου κουιντέτου (Sevket Akinci: κιθάρα, Kevin W. Davis: τσέλο, Korhan Erel: ηλεκτρονικά, Robert Reigle και Volkan Terzioglu: σαξόφωνα). Τα δύο σαξόφωνα οδηγούν συχνά στα άκρα με εκρήξεις που απαλύνονται κάπως από τον γήινο ήχο του φλάουτου. Τα μπάσα τα αναλαμβάνει είτε το τσέλο με γρήγορο πιτσικάτο παίξιμο, είτε το μπάσο φλάουτο του Lotz, ενώ η κιθάρα και τα ηλεκτρονικά απλώνουν πολύχρωμα may5thηχητικά στρώματα. Στα Sessions της επόμενης μέρας, που κυκλοφορούν με την ετικέτα Lop Lop του φλαουτίστα, συμμετείχε μια άλλη πενταμελής ομάδα μουσικών (Alexandre Toisoul: κλαρινέτο, Can Omer Oygan: τρομπέτα, εφέ, Umut Caglar: κιθάρα, εφέ,  Michael Hays: κοντραμπάσο, Florent Merlet: ντραμς). Αν και ανάμεσά τους περιλαμβάνονται όργανα που φτιάχνουν ένα συμβατικό rhythm section, το αποτέλεσμα δεν διαφέρει πολύ, καθώς μόνο σε δύο κομμάτια βρίσκονται εν δράσει και τα τρία μαζί. Τα τρία πνευστά κουβαλώντας στις πλάτες τους παραστάσεις που φτάνουν μέχρι τους αρχέγονους ήχους της Αφρικής κινούνται μέσα σε ένα φουτουριστικό, αλλοιωμένο από τα πετάλια και τους παραμορφωτές της κιθάρας και τα εφέ περιβάλλον.

 «Έχω πάντα ένα κόνσεπτ στο μυαλό μου αλλά ανάλογα με το σχήμα όταν χρειάζεται φροντίζω και το αφήνω χαλαρό» λέει ο Lotz. «Όταν παίζω free improv, όπως στα δύο αυτά πρόσφατα άλμπουμ, δεν μου αρέσει να χρησιμοποιώ ντραμς, αλλά προτιμώ τα λεγόμενα chambermusic σχήματα. Όταν πρόκειται για world music παίζω με πραγματικά μεγάλους μάστερ. Καθώς συχνά δεν ξέρουν να διαβάζουν παρτιτούρα, υιοθετώ την ελαστικότητά τους και χρησιμοποιώ τη μουσική τους σαν σημείο εκκίνησης. Για να πω την αλήθεια όμως είμαι ένας κακός παραγωγός, που δεν πολυσκοτίζεται με το θέμα της συνολικής εικόνας και μερικές φορές αυτό δεν είναι καλό. Μαθαίνω ακόμη…».

επαφή: http://www.lotzofmusic.com

Jazz & Tzaz, Φεβρουάριος 2013

Paul Winter

winter photo

Τζαζ στο Λευκό Οίκο

Το καθιερωμένο «In Performance at the White House» που ξεκίνησε το 1978, όταν ο κλασικός πιανίστας Vladimir Horowitz προσκεκλημένος του προέδρου Jimmy Carter έπαιξε στο East Room του Λευκού Οίκου, φιλοξενεί τακτικά στο προεδρικό μέγαρο όλα τα είδη της αμερικάνικης μουσικής. Ο Al Jolson και η Ray Miller Jazz Band είχαν εμφανιστεί σε ένα από τα προαύλια του κτιρίου ήδη από το 1924, αλλά η πρώτη τζαζ συναυλία στην αίθουσα αυτή έγινε από το σεξτέτο του Paul Winter το Νοέμβριο του 1962 επί προεδρίας του J.F. Kennedy. Με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 50 χρόνων από τότε, η ηχογραφημένη αυτή συναυλία βλέπει για πρώτη φορά το φως της κυκλοφορίας στο διπλό CD “Count Me In”, μαζί με άλλο ακυκλοφόρητο υλικό και μια επιλογή από την τρίχρονη πορεία του Paul Winter Sextet.

Ο άλτο σαξοφωνίστας Paul Winter και ο φίλος του τρομπετίστας Dick Whitsell σχημάτισαν στο Σικάγο ένα γκρουπ με σκοπό να παίζουν χορευτικό ρεπερτόριο από την εποχή των big band και στα πρώτα τους βήματα εμφανίστηκε μαζί τους και η μετέπειτα σταρ του Χόλιγουντ Ann Margret. Σύντομα ονομάστηκαν Paul Winter Sextet και σιγά σιγά άρχισαν να περνούν σε πιο πρωτότυπο υλικό. Το 1961 κέρδισαν το πρώτο βραβείο (ανάμεσα σε περισσότερες από 100 συμμετοχές) στο διακολεγιακό φεστιβάλ τζαζ του Georgetown, η κριτική επιτροπή του οποίου περιλάμβανε τον Dizzy Gillespie και τον παραγωγό John Hammond. Το έπαθλο ήταν μια βδομάδα εμφανίσεων στο Birdland και ένα συμβόλαιο στην Columbia. Με όπλο τη σπουδαία διάκριση και συστατικές επιστολές από τις δύο μεγάλες προσωπικότητες έκαναν αίτηση στο State Department να χρηματοδοτήσει μια περιοδεία τους. Σύντομα έλαβαν τα καλά νέα: ότι εγκρίθηκε η χρηματοδότηση μιας εξάμηνης τουρνέ στη Λατινική Αμερική και ότι ο Hammond τους καλούσε να ηχογραφήσουν το πρώτο τους άλμπουμ.

Το Δεκέμβριο μπήκαν στο στούντιο για την ηχογράφηση του “The Paul Winter Sextet” κι αμέσως μετά ετοιμάστηκαν για την αναχώρησή τους. Στην περιοδεία που κράτησε από το Φεβρουάριο ως τον Ιούλιο του 1962 εμφανίστηκαν σε 23 χώρες κάνοντας συνολικά 160 συναυλίες. Το κοινό, που συνήθως αποτελούνταν από νέους, τους υποδεχόταν με ενθουσιασμό. Σε ένα ανοιχτό θέατρο της πόλης Κάλι στην Κολομβία κατάφεραν μάλιστα να συγκεντρώσουν 15.000 άτομα. Όμως δεν έλειψαν η καχυποψία, κάποιες φορές και τα επεισόδια, καθώς μια μερίδα του κόσμου τους αντιμετώπιζε σαν ένα ακόμη κομμάτι της αμερικάνικης καπιταλιστικής προπαγάνδας. Κάτι που πάντως δεν επισκίασε τελικά τη συνολική μεγάλη επιτυχία της περιοδείας. Η επαφή με τη λατινοαμερικάνικη μουσική, που είχε αρχίσει να γίνεται γνωστή και δημοφιλής σε όλο τον κόσμο, επέδρασε στον ήχο τους και έμελλε να καθορίσει τη μετέπειτα πορεία του Winter.

Επιστρέφοντας στη Νέα Υόρκη ανακάλυψαν ότι ο απόηχος αυτής της επιτυχίας μόλις που είχε φτάσει στην πατρίδα και ότι οι ευκαιρίες για δουλειά ήταν περιορισμένες. Έτσι η επιστολή που έλαβαν από τη σύζυγο του προέδρου, την Jackie Kennedy, τους αιφνιδίασε. Ούτε λίγο ούτε πολύ τους καλούσε να παίξουν στο Λευκό Οίκο στο πλαίσιο μιας σειράς συναυλιών με τον τίτλο “Concerts for Young People by Young People”. Στις 19 Νοεμβρίου η πρώτη κυρία της χώρας και ένα πολύ νεανικό κοινό από διάφορες χώρες που προερχόταν από τις πρεσβείες της Washington, κατέκλυσε το East Room, από το οποίο όμως απουσίαζε ο πρόεδρος που εκείνες τις μέρες ήταν απασχολημένος με τα της εισβολής της Κίνας στην Ινδία. Μετά το τέλος της συναυλίας η Jackie ενθουσιασμένη τους είπε ότι η μουσική που έπαιξαν ήταν κάτι πρωτόγνωρο για αυτό το χώρο. Η τεράστια προβολή της εκδήλωσης από τα μέσα ενημέρωσης έφερε βροχή τις προτάσεις για εμφανίσεις, αλλά ήδη τρία από τα μέλη είχαν κλείσει άλλες δουλειές και είχαν δηλώσει την αποχώρησή τους από το σεξτέτο. Εκτός του Winter και του Whitsell μόνο ο πιανίστας Warren Bernhardt παρέμεινε στη σύνθεση του γκρουπ, που συνέχισε την πορεία του για ένα περίπου χρόνο ακόμη. Αν λοιπόν η κορύφωση της δημοσιότητας για αυτό το σχήμα ήταν η εμφάνιση στο προεδρικό μέγαρο, το τέλος του ήλθε την εποχή της δολοφονίας του JFK.

coverΤο πρώτο CD του “Count Me In” αντιπροσωπεύει την αρχική περίοδο του γκρουπ, στην original σύνθεσή του με τον Winter, τον Whitsell και τον βαρύτονο σαξοφωνίστα Les Rout στην τριάδα των πνευστών και τον Bernhardt, τον μπασίστα Richard Evans και τον ντράμερ Harold Jones στο rhythm section. Στο δεύτερο, το βαρύτονο το έχει αναλάβει ο Jay Cameron, μπάσο και ντραμς παίζουν ο Chuck Israels και ο Ben Riley και στη συνέχεια ο Cecil McBee και ο Freddie Waits, ενώ σε ένα μόνο κομμάτι συμμετέχουν ο φλαουτίστας Jeremy Steig και ο κιθαρίστας Gene Bertoncini. Το ρεπερτόριό τους είναι μοιρασμένο ανάμεσα σε δικά τους κομμάτια (γραμμένα κατά κανόνα είτε από τον Evans είτε από τον Bernhardt), συνθέσεις γνωστών τζαζ μουσικών (όπως ο Jimmy Heath, ο John Lewis και ο Milt Jackson) και  λατινοαμερικάνων (βραζιλιάνων κυρίως) συνθετών σαν τον Antonio Carlos Jobim, τον Carlos Lyra και τον Dorival Caymmi. Η καταλυτική επίδραση που είχε πάνω τους η εξάμηνη περιήγηση στη λατινική Αμερική φαίνεται όχι μόνο από τις διασκευές, αλλά και από τα δικά τους κομμάτια, που βασίζονται μεν στο bop και hard bop, αλλά πολύ συχνά υιοθετούν τους ρυθμούς και τα ηχοχρώματα που γνώρισαν εκεί. Στα τραγούδια του Lyra (“Voce E Eu”, “Maria Ninguem”, “Quem Quizer”) του Jobim (“Insensatez”, “Chega De Saudade”) και του Caymmi (“Saudade de Bahia”) κινούνται με τη ρυθμική ελαφρότητα της μπόσα νόβα μέσα σε μια μελαγχολική, ρομαντική ατμόσφαιρα, ενώ η επιβλητική “Toccata” του Lalo Schifrin με την πομπώδη της ενορχήστρωση περιλαμβάνει ένα ηχηρό και πολύ δυναμικό σόλο ντραμς από τον Harold Jones. Το πανέμορφο “A Bun Dance” φέρνει στο μυαλό τον  Clifford Brown και τους Jazz Messengers του Art Blakey και πολύ συχνά (“Routeousness”, “Them Nasty Hurtin’ Blues”, “The Thumper”, “Count Me In”) το σεξτέτο πλέει απολαυστικά σε straight jazz ύδατα δείχνοντας μια βαθιά αίσθηση του μπλουζ. To “Bells and Horns” με το οποίο ξεκίνησαν την εμφάνισή τους στο Λευκό Οίκο και αρκετά ακόμη κομμάτια όπως το “Papa Zimbi” ή το “Pony Express” έχουν δουλευτεί με τη λογική της μεγάλης ορχήστρας με πλούσιες γραμμές για τα πνευστά που δίνουν όγκο και μεγαλοπρέπεια στον ήχο, καθώς ο Winter έβλεπε το σεξτέτο του σαν μια little big band. Το εξαιρετικά δεμένο μικρομέγαλο σχήμα είχε κορυφή ένα άλτο με την εκφραστικότητα και την ταχύτητα του Cannonball Adderley και άψογο rhythm section με επικεφαλής ένα χαρισματικό πιανίστα. Η μπαλάντα “Lass for the Low Countrie”, με το υπέροχο φλάουτο του Steig σε πρωταγωνιστικό ρόλο, προαναγγέλλει το δρόμο που θα έπαιρνε στο εξής ο σαξοφωνίστας και το θλιμμένο “We Shall Overcome” με όμορφη ενορχήστρωση από τον Cecil McBee, που ήταν και η τελευταία ηχογράφηση του σεξτέτου, σηματοδοτεί όχι μόνο το φινάλε του γκρουπ, αλλά και το τέλος μιας εποχής για την Αμερική, καθώς ηχογραφήθηκε λίγες μόνο μέρες μετά τη δολοφονία του Kennedy. Δεν είναι εύκολη η πρόβλεψη για το πώς θα εξελισσόταν αυτό το σχήμα αν συνέχιζε, αλλά με τα συγκεκριμένα δείγματα γραφής είναι σίγουρο ότι είχε τις καλύτερες προοπτικές και είναι κρίμα που η διαδρομή του ήταν τόσο σύντομη.

Λίγο μετά τη διάλυση του γκρουπ ο Winter ξαναταξίδεψε στη Βραζιλία όπου έμεινε για ένα περίπου χρόνο και εμβάθυνε τη σχέση του με τη βραζιλιάνικη μουσική. Το 1967 έφτιαξε το Paul Winter Consort που αντιπροσώπευε τη νέα του κατεύθυνση και το οποίο εξακολουθεί να υπάρχει μέχρι σήμερα. Τρία από pwτα πρώιμα μέλη του Consort ήταν οι μετέπειτα Oregon Paul McCandless, Collin Walcott και Ralph Towner. Έχοντας ως βασικό εκφραστικό μέσο πλέον το σοπράνο και χρησιμοποιώντας όργανα όπως το τσέλο, το όμποε, το σιτάρ και διάφορα κρουστά, άρχισε να περνάει στη μουσική του ακούσματα από όλο τον κόσμο, αλλά και τις οικολογικές του ανησυχίες. Η φαντασία του τροφοδοτείται εξίσου από τις μουσικές του κόσμου, όσο και από τους ήχους της φύσης, όπως τα κύματα της θάλασσας, το τραγούδι της φάλαινας και το ουρλιαχτό του λύκου και αναδεικνύει τη σχέση της μουσικής με την πνευματική και περιβαλλοντική υγεία. Εμφανίζεται συχνά σε χώρους όπως το Grand Canyon και ο Καθεδρικός του Αγίου Ιωάννη στη Νέα Υόρκη, όπου όπως λέει «οι άνθρωποι έχουν μια πλατιά αίσθηση της κοινότητας στη ζωή κι αυτό είναι ένα από τα καλύτερα πράγματα που μπορούμε να κάνουμε με τη μουσική μας».

επαφή: www.paulwinter.com

Jazz & Tzaz, Ιανουάριος 2013

Blood, Sweat, Drum ’n’ Bass Big Band

blood-sweat-drumnbass

Blood, Sweat, Drum + Bass: “On the Road to Damascus” (BSM)

Η δανέζικη Blood, Sweat, Drum ’n’ Bass Big Band συνδυάζει θεωρητικά ετερόκλητα στοιχεία με έναν πληθωρικό τρόπο. Πληθωρικό όχι μόνο λόγω μεγέθους (αριθμεί γύρω στα είκοσι πέντε μέλη), αλλά και χάρη στη φαντασία και τη συνθετική και ενορχηστρωτική δεινότητα του ηγέτη της Jens Chr. ”Chappe” Jensen, που κάνουν το metal, το drum & bass, το avant guard και την big band jazz να απέχουν ελάχιστα μεταξύ τους και τη νεανική αυτή ομάδα να ξεπερνά τα όρια της πατρίδας της και να αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα πολυμελή σύνολα σήμερα. Στην καινούρια τους δουλειά ο έμπειρος leader και η παρέα του συνεχίζουν την εξαιρετική τους πορεία επιχειρώντας και το γεφύρωμα της απόστασης μέχρι την ανατολή. Αφορμή ένα ταξίδι του Jensen στη Δαμασκό και την Ισταμπούλ την άνοιξη του 2010, που τον ενέπνευσε να συνθέσει τα έξι μέρη του “On the Road to Damascus”. bsdb coverΤην προσπάθεια του πολυμελούς συνόλου, που σε αυτό το άλμπουμ συγκεντρώνει 2 τραγουδίστριες, 14 πνευστά, ηλεκτρονικά, πλήκτρα, κιθάρα, δύο κοντραμπάσα και 4 ντράμερ και περκασιονίστες, ενισχύουν δύο άραβες βιρτουόζοι: ο Essam Rafea από το Κουβέιτ στο ούτι και ο σύριος Moslem Rahal στο νέι. Στο δεκατριάλεπτο “I Return To Damascus”, που ανοίγει το CD, μετά από μια σύντομη μεγαλοπρεπή εισαγωγή από την ορχήστρα, ούτι και νέι οδηγούν για αρκετή ώρα ολομόναχα την αργή πορεία του καραβανιού προς τα βάθη της Ασίας. Η ορχήστρα ξαναεμφανίζεται συνοδεύοντας τη φωνή της Gunhild Overegseth και επιταχύνει προσωρινά με ένα φάνκι ρυθμό, για να φτάσει στον τελικό προορισμό με τον επικό τρόπο της αφετηρίας. Σε μια δεύτερη εκδοχή του κομματιού στο κλείσιμο του άλμπουμ, ούτι και νέι πορεύονται και πάλι ασυνόδευτα και μόνο στο τέλος ορχήστρα και φωνή δηλώνουν το βασικό θέμα. Στο “Oud Indigo” (λογοπαίγνιο με το “Mood Indigo” του Ellington), που είναι μια μίξη ηλεκτρονικών και παραδοσιακής big band jazz, η ορχήστρα συνομιλεί διαδοχικά με τα δύο ανατολίτικα όργανα που δίνουν ρεσιτάλ δεξιοτεχνίας. Αντίστοιχα στο “Bluesy Gnaoui”, το σόλο του Ole Visby στο σοπράνο σαξόφωνο λειτουργεί σαν γέφυρα ανάμεσα στο νέι και στη φυσαρμόνικα του ηγέτη της ορχήστρας και ανάμεσα στο παραδοσιακό μαροκινό Gnaoui και τα μπλουζ. Στο πιο δυναμικό κομμάτι του CD “Damascus Crosstown Traffic”, ο Hendrix και η μπαγκέτα του Gil Evans ντύνονται με ανατολίτικα ηχοχρώματα και ο Kasper Falkenberg εξαπολύει ένα καυτό σόλο στην κιθάρα. Τέλος με οδηγό το νέι και το ηλεκτρονικό μπακγκράουντ, η ορχήστρα μοιάζει μαγεμένη από την ομορφιά του τοπίου στο “The Courtyard Of Al Azem”, ενώ στο “Sufi” οι τελετουργικοί μονόλογοι από την τρομπέτα του H.C. Orbs και τη φωνή της Turid Guldin μετατρέπονται σε ένα χαρούμενο γιορταστικό χορό.

http://www.bsd-b.com

Jazz & Tzaz, Δεκέμβριος 2012

Joe Fiedler

joefiedlerbigsackbut

Από αριστερά: Marcus Rojas, Ryan Keberle, Joe Fiedler, Josh Roseman

Joe Fiedler’s Big Sackbut (Yellow Sound Label)

Το World Saxophone Quartet αποδεικνύεται μοντέλο όχι μόνο για σαξοφωνίστες και κουαρτέτα σαξοφώνων. Παρακολουθώντας μια συναυλία του στα τέλη της δεκαετίας του ’80, ο τρομπονίστας Joe Fiedler συνέλαβε την ιδέα να μεταφέρει σε ένα δικό του σχήμα με βάση τον ήχο του τρομπονιού, την ενέργεια και το ισορροπημένο μίγμα δεσίματος, πειθαρχίας και ελευθερίας του φημισμένου κουαρτέτου. Σχεδόν 25 χρόνια από τότε η ιδέα καρποφορεί με το ομώνυμο πρώτο CD του Joe Fiedler’s Big Sackbut, ενός κουαρτέτου που συμπληρώνουν δυο ακόμη τρομπονίστες ο Ryan Keberle και  ο Josh Roseman και ο τουμπίστας Marcus Rojas. Το υλικό που συγκέντρωσε γι αυτό το άλμπουμ ο Fiedler – κάποιες παλιότερες συνθέσεις του, αρκετές νέες και τρεις διασκευές – αντιπροσωπεύει λίγο-πολύ το πεδίο των δραστηριοτήτων του που εδώ και πάνω από 20 χρόνια jfbsαπλώνεται από το λάτιν και την ποπ, μέχρι την big band jazz και τη free jazz. Γι αυτό συνύπαρξη διαδοχικά της ξεσηκωτικής σάλσα “Calle Luna, Calle Sol” του Willie Colon με το μεταλλαγμένο μπλουζ “Blabber And Smoke” του Captain Beefheart, δεν είναι έκπληξη, αφού ο τρομπονίστας έχει μακρά προϋπηρεσία με μεγάλα λάτιν ονόματα (Celia Cruz, Eddie Palmieri) και είναι βασικός συντελεστής των Fast ‘n’ Bulbous, μιας Captain Beefheart tribute μπάντας. Ομοίως και του “Ging Gong” με το “Don Pullen”, γραμμένα από τον Fiedler, το πρώτο για τον δάσκαλό του Randy Purcell που ήταν σέσιον mainstream τρομπονίστας με την ορχήστρα του Maynard Ferguson και την Glenn Miller Orchestra και το δεύτερο για τον σπουδαίο πιανίστα. Σε όλα τα κομμάτια ο Marcus Rojas αναλαμβάνει μόνος του να καλύψει το ρόλο της rhythm section, με μόνη εξαίρεση το “Ging Gong” όπου του δίνεται χρόνος για ένα όμορφο σόλο. Από κομμάτι σε κομμάτι κάθε φορά που ένας από τους  τρομπονίστες βγαίνει μπροστά, οι υπόλοιποι δύο με συγχορδίες φροντίζουν για το αρμονικό υπόβαθρο. Στο μεγαλύτερο μέρος του “Does This Make My Sackbut Look Big?” όμως, ο εκρηκτικός Fiedler το μόνο που χρειάζεται είναι τα περπατητά μπάσα της τούμπας, ενώ γίνεται πιο εγκεφαλικός στην ατμοσφαιρική μπαλάντα “#11”. Πλούσια ενορχηστρωμένο και γεμάτο αλλαγές το μπλουζ “A Call for All Demons” του Sun Ra, κι απ’ την άλλη το “Mixed Bag” με το χαλαρό του γκρουβ είναι ανοιχτό για πιο ελεύθερες αλληλεπιδράσεις. Πέρα από πανδαισία για τους φίλους του τρομπονιού το “Big Sackbut” είναι μια ακόμη εξαιρετική δουλειά ενός σπουδαίου μουσικού.

www.joefiedler.com

Jazz & Tzaz, Δεκέμβριος 2012

 

Duduka Da Fonseca

ddf

Duduka Da Fonseca Quintet: Samba Jazz  Jazz Samba (Anzic Records)

Ο ντράμερ Duduka Da Fonseca γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ipanema και έζησε από κοντά τη γέννηση της μπόσα νοβα και την άνθιση της βραζιλιάνικης μουσικής τις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Έγινε επαγγελματίας μουσικός από την εφηβεία του και εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη από το 1975, μιας και όνειρό του ήταν να βρεθεί κοντά στους μεγάλους αμερικανούς τζαζίστες. Όνειρο που έγινε πραγματικότητα αφού έχει παίξει με μουσικούς όπως ο Joe Henderson, ο Kenny Barron, ο Wayne Shorter και ο John Scofield και έχει συμμετάσχει σε περισσότερες από 200 ηχογραφήσεις. Εδώ και πάνω από 20 χρόνια κάνει σπουδαία καριέρα ως το ένα τρίτο του Trio Da Paz. Με το κουιντέτο του που είναι σχετικά πιο πρόσφατο (δημιουργήθηκε πριν από δέκα περίπου χρόνια) συνεχίζει αυτό που έχει μάθει να κάνει σε όλη του τη ζωή: να φέρνει κοντά τη μουσική της duduka da fonseca quintetπατρίδας του με την τζαζ. Αυτό λέει και ο τίτλος του δεύτερου άλμπουμ του, που περιλαμβάνει δυο γνωστά τζαζ κομμάτια (το “The Peacocks” του Jimmy Rowles και το “Blues Connotation” του Ornette Coleman), μια δική του σύνθεση και μερικά όχι ιδιαίτερα γνωστά κομμάτια βραζιλιάνων συνθετών. Ένα σύνολο που αν και είναι γεμάτο με ρυθμικές ποικιλίες και εναλλαγές, τον πρώτο λόγο έχει η μελωδία. Αυτό οφείλεται κατά ένα μεγάλο μέρος στην Anat Cohen και στον πλούσιο και ευαίσθητο ήχο του τενόρου και του κλαρινέτου της, που παίρνουν τη μερίδα του λέοντος στα θέματα και τους αυτοσχεδιασμούς. Τα λεπτά ηχοχρώματα του κλαρινέτου της είναι ιδανικά για την υπέροχη μελωδία του “The Peacocks” και τη μελαγχολική μπαλάντα “Rancho Das Nuvens” του Antonio Carlos Jobim, ενώ το τενόρο της λάμπει στο όμορφο “O Guarana” του Alfredo Cardim και το γρήγορο τέμπο του “Sabor Carioca”, όπου εναλλάσσεται άψογα στα τετράμετρα με τον πιανίστα Helio Alves και τον κιθαρίστα Guilherme Monteiro. Στη δική του αργή σάμπα “Flying over Rio”, όπου o Da Fonseca αιωρείται ανάλαφρα πάνω από τις γειτονιές της πατρίδας του, οι υψηλές κρυστάλλινες νότες στο τελείωμα του σόλο από το πιάνο δένουν υπέροχα με τις βαθιές γραμμές από το κοντραμπάσο του Leonardo Cioglia. Ο ντράμερ φυλάει το μοναδικό του σόλο στο κλείσιμο της λαμπερής σάμπα “Melancia”, του τελευταίου κομματιού του άλμπουμ.

www.dudukadafonseca.com

Jazz & Tzaz, Δεκέμβριος 2012

Natalie Cressman – Andy Clausen – Kevin Coelho

Talents Unfolding

Οι υποχρεώσεις και τα ωράρια του επαγγελματία μουσικού σε συνδυασμό με την εμπειρία, τις γνώσεις και την ωριμότητα που απαιτούνται για να παίξει κανείς τζαζ φαινομενικά δεν είναι στοιχεία ιδιαίτερα συμβατά με τις παιδικές και τις εφηβικές ηλικίες. Παρ’ όλα αυτά δεν είναι λίγοι οι μουσικοί της τζαζ έγιναν από τόσο νωρίς επαγγελματίες. Ο Denardo Coleman, γιος του Ornette Coleman, στα δέκα του ήταν ο ντράμερ στο “The Empty Foxhole” του πατέρα του, ο Buddy Rich εμφανιζόταν με δικό του γκρουπ από τα έντεκα, και δεκατριάχρονος ο Tony Williams έπαιζε με τον Sam Rivers. Από τους νεότερους μουσικούς οι πιανίστες Taylor Eigsti και Eldar (Djangirov) ηχογράφησαν τα πρώτα τους CD στα δεκατέσσερα, ενώ η σαξοφωνίστα Grace Kelly ξεκινώντας από τα δώδεκα, στα είκοσι σήμερα έχει κιόλας ηχογραφήσει επτά δικά της άλμπουμ. Τρία νέα παιδιά που δεν έχουν ακόμη ολοκληρώσει τις σπουδές τους, μας μίλησαν για τις επιλογές και τη γρήγορη διαδρομή που τους έφερε πολύ γρήγορα να κυκλοφορούν δικά τους άλμπουμ επωμιζόμενοι το ρόλο του ηγέτη, του συνθέτη και του σολίστα.

kc

Ο γεννημένος το 1995 καλιφορνέζος Kevin Coelho, άρχισε να κάνει μαθήματα κλασικού πιάνου από τα έξι του. Όταν άκουσε το “Green Onions” από τον Booker T. και τους MG’s. σκέφτηκε αυτόματα «αυτό θέλω να κάνω» και μεταπήδησε στο χάμοντ. Δάσκαλοί του ήταν ο Randy Masters, ο Will Blades και ο Tony Monaco που τον ενθάρρυνε να φτιάξει δικό του γκρουπ. «Ο δάσκαλός μου ο Tony Monaco, με ώθησε να γίνω leader το καλοκαίρι του 2011» λέει o νεαρός. «Το να ηγούμαι ενός γκρουπ είναι ένα μεγάλο βήμα πέρα από το να είμαι απλά ένας οργανίστας και θα πρέπει να ευχαριστήσω τον Tony που με έκανε να το επιχειρήσω». Το επόμενο μεγάλο βήμα δεν άργησε να έλθει και μόλις στα δεκάξι του μπήκε στο στούντιο για να ηχογραφήσει το πρώτο του CD για την εταιρεία Chicken Coup του Monaco. Χρησιμοποίησε -τι άλλο;- ένα κλασικό χάμοντ τρίο, με τον Derek DiCenzo στην κιθάρα και τον Reggie Jackson στα τύμπανα, συνεργάτες κι οι δυο του δασκάλου του. «Αφού προετοιμάστηκα για περίπου έξι μήνες πήρα το γκρουπ και πήγαμε στο Columbus του Ohio, για δύο εβδομάδες. Χρειαστήκαμε 10 ώρες καθημερινά επί τρεις μέρες στο στούντιο για να ολοκληρώσουμε το υλικό του άλμπουμ. Ήταν εξοντωτικό, αλλά είμαι χαρούμενος με το αποτέλεσμα. Δείχνει το επίπεδο της συνεργασίας με τον Derek και τον Reggie, που με έκαναν να παίξω καλύτερα από ποτέ». Στο Funkengruven – The Joy of Diving a B3” ο Coelho και η παρέα του, με οκτώ διασκευές και δύο δικές του συνθέσεις, ενδιαφέρονται πάνω απ’ όλα να διασκεδάσουν – κι οι ακροατές μαζί τους – με το γκρουβ που είναι φτιαγμένο να παράγει αυτό το μικρό σχήμα. Στο “Cantaloupe Island” του Herbie Hancock, το “Dock of the Bay” του Otis Redding και το “Play it Back” του Lonnie Smith, ο νεαρός τελειώνει τις φράσεις του με μακριές βιμπράτο νότες χωρίς να απομακρύνεται πολύ από το θέμα, συνοδευόμενος από τα κοφτά ακόρντα του DiCenzo και το χαρούμενο φάνκι ρυθμό του Jackson. Στο “Mc Jimmy” (γραμμένο από τον ίδιο για τον Jimmy McGriff) και το “Donna Lee”, ο Coelho οδηγεί το τρίο με τις περπατητές μπασογραμμές του, ενώ με το δεξί διατηρεί τη μελωδικότητά του και στις μεγαλύτερες ταχύτητες. Το άλλο δικό του κομμάτι, το “Funkengruven”, είναι μια ενδιαφέρουσα εναλλαγή ανάμεσα στο φανκ -με ελαφριά νύξη ρέγκε- και το σουίνγκ. Από τα υπόλοιπα κομμάτια όμορφη είναι η σπιρίτσουαλ ατμόσφαιρα του “Take A Stand”, που έρχεται σε αντίθεση με την ανεμελιά του “Tangerine”. Η συνέχεια δε φαίνεται να αγχώνει πολύ τον Coelho. «Σύντομα θα κάνω αίτηση στο κολέγιο και ελπίζω να κάνω το όνομά μου γνωστό τουλάχιστον στο Bay Area και γιατί όχι πέρα από αυτό. Προσπαθώ απλά μέρα με τη μέρα να παίζω και να εκμεταλλεύομαι τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται. Να παίζω πολλή μουσική και να κάνω πολύ κόσμο να χαμογελά!».

Natalie-Cressman

Οι οικογενειακές παραστάσεις της Natalie Cressman από το Σαν Φρανσίσκο στάθηκαν καθοριστικές για το δρόμο που θα ακολουθούσε. Πατέρας της είναι ο τρομπονίστας και ηχολήπτης Jeff Cressman, που ήταν μέλος των Hieroglyphics Ensemble του Peter Apfelbaum και έχει ηχογραφήσεις με Don Cherry, Tito Puente, Santana και Charlie Hunter, ενώ η μητέρα της Sandy Cressman είναι τραγουδίστρια με αρκετές και εκείνη ηχογραφήσεις και συνεργασίες. Η  Natalie πολύ απλά επέλεξε και τα δύο: και να τραγουδά και να παίζει τρομπόνι, αν και όπως μας λέει αρχικά άλλος ήταν ο στόχος της. «Από την παιδική μου ηλικία ασχολήθηκα εξίσου με τα μουσική και το χορό, αλλά μόλις έφτασα στο γυμνάσιο επικεντρώθηκα περισσότερο στο να γίνω χορεύτρια μπαλέτου παρά επαγγελματίας μουσικός. Όμως στα δεκαπέντε μου έπαθα ρήξη ενός χόνδρου στο πόδι και αναγκάστηκα να σταματήσω το χορό για τρεις μήνες. Εκείνο το διάστημα ανακάλυψα πόσο δυνατό ήταν το πάθος μου για τη μουσική. Σχημάτισα ένα συγκρότημα με κάποιους συμμαθητές μου και άρχισα να γράφω και να τραγουδώ. Το απολάμβανα τόσο πολύ που αποφάσισα να κάνω καριέρα στη μουσική». Στα δεκαεπτά της έχοντας παίξει με μουσικούς όπως ο Joe Lovano, ο Miguel Zenon και ο Santana, εμφανίστηκε στα μεγάλα φεστιβάλ τζαζ του Monterey και του North Sea και σύντομα έφυγε για τη Νέα Υόρκη για να συνεχίσει τις σπουδές της στο Manhattan School of Music. Εκεί έφτιαξε το γκρουπ Secret Garden. «Λίγο καιρό αφότου εγκαταστάθηκα στη Νέα Υόρκη άρχισε να με απορροφά το να συνθέτω και να ενορχηστρώνω για πολλά πνευστά τα κομμάτια που έγραφα. Αρχικά σχημάτισα το γκρουπ χρησιμοποιώντας το σαν όχημα για τη μουσική μου. Βρήκα μουσικούς που είχαν τα ίδια εκλεκτικά μουσικά γούστα και ήταν ανοικτοί στο συνδυασμό της τζαζ με άλλα ρυθμικά και τραγουδιστικά στιλ. Ξεκινώντας ήθελα απλά να ακούσω και να δώσω μορφή στη μουσική που είχα στο μυαλό μου, αλλά από τη στιγμή που διαμόρφωσα τον ήχο και το στιλ μου, αισθάνθηκα την ανάγκη να μοιραστώ τη μουσική μου με το κοινό». Μόλις μάζεψε αρκετό υλικό για ένα CD και έχοντας εξασφαλισμένη τη βοήθεια του πατέρα της στην κονσόλα, άρχισε να αναζητά τους απαραίτητους πόρους και κατάφερε να τους βρει, μέσω ενός συμμετοχικού διαδικτυακού τρόπου χρηματοδότησης. Έτσι πολύ σύντομα κυκλοφόρησε το Unfolding. Από τα δύο κομμάτια που διασκευάζει, τα γνωστά “Honeysuckle Rose” και “Goodbye Pork Pie Hat” (τραγουδά και στα δύο), το πρώτο είναι αρκετά μεταμορφωμένο αφού γίνεται μια αισθαντική ποπ μπαλάντα, ενώ το δεύτερο είναι φανερά επηρεασμένο από τη φωνητική ερμηνεία της Joni Mitchell. Στις δικές της συνθέσεις καταπιάνεται με διάφορες τεχνοτροπίες, ενώ ενορχηστρωτικά θυμίζει συχνά τον Apfelbaum, που συμμετέχει με ένα όμορφο σόλο στο “That Knd”. Όταν τραγουδά κλίνει περισσότερο προς την ποπ και στο παίξιμό της έχει ένα ευγενικό ευλύγιστο γλίστρημα και μια γλυκόπικρη χροιά. Στα είκοσι ένα της τώρα η Natalie Cressman έχει φουλ πρόγραμμα για τους επόμενους μήνες. «Σχεδιάζω για τη νέα χρονιά μια μικρή περιοδεία στην Αμερική με τους Secret Garden και την άνοιξη ή το καλοκαίρι θα ηχογραφήσω το καινούριο μου CD.  Στο μεταξύ το Μάιο θα αποφοιτήσω από το Manhattan School of Music, θα κάνω περιοδεία με τον Trey Anastasio των Phish και θα συνεχίσω να παίζω στη Νέα Υόρκη με διάφορους καλλιτέχνες».

andy clausen

Ο δεκαεννιάχρονος τρομπονίστας Andy Clausen από το Σιάτλ, μεγάλωσε κι αυτός σε ένα περιβάλλον γεμάτο μουσικά ερεθίσματα, αφού και ο πατέρας του και η μεγαλύτερη αδελφή του είναι μουσικοί. Αν και αρχικά ήθελε να γίνει σεφ, από την εφηβεία του είχε κάνει τις επιλογές του. «Έγραφα δικές μου συνθέσεις από τα δεκατρία μου και ήθελα να βρω έναν τρόπο να τους δώσω μορφή. Έτσι στα δεκατέσσερα έφτιαξα το πρώτο μου συγκρότημα, ένα τζαζ σεξτέτο. Συμμετείχαν μερικοί φίλοι από το σχολείο, όλοι τους εξαιρετικοί μουσικοί. Ήταν για μένα μεγάλη μαθησιακή εμπειρία να δουλεύουμε μαζί συνεχώς με καινούριο υλικό. Την πρωτοχρονιά του 2010 με το Andy Clausen Sextet κυκλοφορήσαμε το Follow« σε ανεξάρτητη παραγωγή». Το δεύτερό του άλμπουμ «The Wishbone Suite”, που ηχογραφήθηκε ένα χρόνο αργότερα, είναι ένα σύνθετο έργο υψηλής συνθετικής ωριμότητας, με πολλά στοιχεία από τη μοντέρνα κλασική μουσική, με το οποίο ο νεαρός δημιουργός προσπάθησε να αναπαραστήσει τα πρωτόγνωρα αισθήματα που προκάλεσε στον παιδικό του κόσμο η έλξη για μια συμμαθήτριά του όταν ήταν επτά χρόνων. Το έργο αναπτύσσεται σε 19 ως επί το πλείστον μικρής διάρκειας μέρη, από ένα ασυνήθιστο κουαρτέτο με τρομπόνι, κλαρινέτο, πιάνο, ακορντεόν και κρουστά. «Στην πρώτη του έκδοση είχε διάρκεια περίπου 20 λεπτών. Τους επόμενους 8 μήνες του έδωσα την τελική του μορφή ξαναενορχηστρώνοντας τα θέματα με πολλαπλούς διαφορετικούς τρόπους. Παίξαμε τη σουίτα μερικές φορές σε διάφορα φεστιβάλ καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς και τελικά τιμήθηκα με μια επιχορήγηση από το King County για να την ηχογραφήσω. Μετά από πρόβες που κράτησαν τους επόμενους δύο μήνες, κάναμε την ηχογράφηση τον Αύγουστο του 2011 στο Σιάτλ και τον Μάρτιο κυκλοφόρησε από την εταιρεία Table & Chairs Music, της οποίας συνιδρυτές είναι κάποια από τα μέλη του γκρουπ». Συνεχίζοντας τις σπουδές του στη Νέα Υόρκη και επιστρέφοντας στο Σιάτλ σε κάθε ευκαιρία ο Andy Clausen προγραμματίζει τις επόμενες δουλειές του με πολλά σχήματα. «Στη Νέα Υόρκη έχω δύο συγκροτήματα και σκοπεύω να κυκλοφορήσω από ένα άλμπουμ με το καθένα τους: τους The Westerlies, που είναι ένα κουαρτέτο πνευστών που συνδυάζει στοιχεία από φολκ, κλασική και τζαζ και τους SHUTTER, ένα αυτοσχεδιαστικό κουαρτέτο με τρομπέτα, τσέλο, κιθάρα και τρομπόνι. Παίζω ακόμη με την DNA Orchrestra του Andrew Dangelo, τους Relatives, τους Kyle Athayde Dance Party, το Clausen/Mulherkar Duo Project και τους Nordoff. Στο Σιάτλ συνεχίζω κανονικά με το The Wishbone Ensemble, την Andy Clausens Split Stream Big Band και διάφορα άλλα σχήματα».

Jazz & Tzaz, Νοέμβριος 2012

Maria Neckam

 

Natural Sound

Τα τραγούδια της είναι ένα κράμα στοιχείων από την τζαζ, την ποπ, το εναλλακτικό ροκ και την μοντέρνα κλασική, χωρίς να μπορείς να τα αποκαλέσεις με σιγουριά τίποτα από όλα αυτά. Σίγουρα όμως η Maria Neckam γράφει και ερμηνεύει με πολύ προσωπικό και ελεύθερο τρόπο, χωρίς να διστάζει να παραβιάζει κάποτε τους κανόνες της αρμονίας και του ρυθμού και να φτάνει στα όρια της κακοφωνίας, και αν την ακούσεις είναι δύσκολο να μη την προσέξεις. «Μ’ αρέσει να αφήνω τους στίχους να πηγαίνουν τη μουσική όπου χρειάζεται να πάει. Το μέτρημα αλλάζει συνεχώς. Όπως στην ομιλία μας. Δεν μιλάμε σε τέσσερα τέταρτα…» λέει και έχει τα μέσα να είναι πειστική.

Με απροσδιόριστες (προς το παρόν…) ελληνικές ρίζες και γεννημένη στην Αυστρία, η Maria Neckam σπούδασε στο Άμστερνταμ, όπου έκανε και την πρώτη δισκογραφική της προσπάθεια, και συνεχίζει την καριέρα της στη Νέα Υόρκη. Είναι κάτοχος μάστερ από το Manhattan School of Music, έχει μελετήσει μοντέρνα κλασική αλλά και την παράδοση της Ινδίας, της Μέσης Ανατολής και της νοτιοανατολικής Ασίας και εδώ και κάμποσα χρόνια ασκείται στο βουδισμό. Άτομο δηλαδή που βρίσκεται σε διαρκή κίνηση και ανησυχία και προσπαθεί να είναι ο εαυτός της υπερβαίνοντας σύνορα και ταμπέλες. «Σήμερα είμαι εδώ, αύριο αλλού, αλλάζω γρηγορότερα από ποτέ», παραδέχεται σε ένα από τα  τραγούδια του Crossing and Blendingπου κυκλοφόρησε το 2005 σε ανεξάρτητη παραγωγή, ως ηγέτιδα του γκρουπ Maryland. Αυτό ήταν και το πιο “ευρωπαϊκό” μέχρι σήμερα άλμπουμ της, όχι μόνο λόγω της σύνθεσης του συγκροτήματος, αλλά και γιατί τα ερεθίσματα, η έκφρασή της και οι εικόνες που δημιουργεί έχουν έντονο ευρωπαϊκό άρωμα. Με απόσταση πέντε χρόνων, στο Deeperτη βρίσκουμε σε αμερικάνικο έδαφος πλέον, κάτω από την ετικέτα της Sunnyside και με μια παρέα από γνωστούς μουσικούς (όπως ο πιανίστας Aaron Goldberg, ο μπασίστας Thomas Morgan, ο ντράμερ Colin Stranahan και ο σαξοφωνίστας Lars Dietrich), με τη φωνή της που κινείται μεταξύ Suzanne Vega, Joni Mitchell, Bjork και Luciana Souza, να έχει ενταχθεί περίφημα στο νεοϋορκέζικο περιβάλλον.

Με τον ίδιο βασικό πυρήνα μουσικών κυκλοφόρησε το καλοκαίρι το καινούριο της CD Unison”, και πάλι από τη Sunnyside. Με τη βοήθεια της καθημερινής άσκησης στο βουδισμό η Neckam κοιτάζει βαθύτερα μέσα της, προσπαθώντας να πετύχει την εσωτερική αρμονία που δηλώνει και ο τίτλος του CD και φτάνει στο πιο προσωπικό μέχρι τώρα δημιούργημά της. Σε αυτή της την προσπάθεια χρησιμοποιεί νέα μέσα σε σχέση με τις προηγούμενες δύο δουλειές. Από τη μια εκμεταλλεύεται μεγαλύτερη ποικιλία οργάνων, επιστρατεύοντας την τρομπέτα του Kenny Warren, το τσέλο της Mariel Roberts και την κιθάρα του Nir Felder και από την άλλη για πρώτη φορά δεν έχει γράψει όλους τους στίχους, αφού τρία από τα τραγούδια είναι μελοποιημένα (από την ίδια) ποιήματα του Ρίλκε, του Νερούδα και του Πέρση ποιητή του 14ου αιώνα Χαφέζ. Και τα τρία τους τυγχάνουν ιδιαίτερης μεταχείρισης. Στο “Where Do You Think You Will Be” η Neckam μισοτραγουδά – μισοαπαγγέλλει ελεύθερα τους στίχους του Χαφέζ, παρεμβάλλοντας φωνητικά χωρίς λόγια, με μόνη συνοδεία τις θλιμμένες γραμμές του τσέλου. Το τσέλο, αυτή τη φορά παίζοντας εναλλάξ μπαρόκ γραμμές και ένα επαναλαμβανόμενο πιτσικάτο σχήμα, είναι όλη κι όλη η επένδυση των στίχων του Νερούδα στο “You Will Remember”. Στο επίσης απογυμνωμένο ρυθμικά “Solitude” οι στίχοι του Ρίλκε επενδύονται από το άλτο του Lars Dietrich και το τενόρο του Samir Zarif, που ακολουθούν μαζί τις κινήσεις της φωνής. Οι δικοί της στίχοι αντίθετα τις περισσότερες φορές περιβάλλονται από πιο συμβατικές αρμονικές και ρυθμικές δομές που κάποτε προσεγγίζουν τη μορφή ενός ποπ τραγουδιού (“I Miss You”, “I Waiting For My Laundry”) και σχεδόν πάντα έχουν συνεχείς αλλαγές, μεταμορφώσεις και αφθονία από σολάρισμα από όλους τους συμμετέχοντες.

www.marianeckam.com

Συνέντευξη με τη Maria Neckam

Θα ήθελες να μας πεις ποια είναι ακριβώς η σχέση σου με την Ελλάδα;

Βρίσκεται μερικές γενιές πίσω αλλά δυστυχώς δεν ξέρω λεπτομέρειες. Μου φαίνεται όμως συναρπαστική, γιατί η Ελλάδα έχει πλούσια ιστορία και είναι μια όμορφη χώρα. Κάποια μέρα ίσως κάνω κάποια έρευνα, ποιος ξέρει τι θα βρω;

Ξεκινώντας την ενασχόλησή σου με τη μουσική μελέτησες διάφορα όργανα. Πότε κατάλαβες ότι ήθελες να γίνεις τραγουδίστρια;

Πάντοτε λάτρευα να τραγουδώ. Στα δώδεκά μου ξεκίνησα να γράφω ένα μιούζικαλ κι έπειτα τραγούδια που θα τραγουδούσα στους φίλους μου. Η σκέψη να ακολουθήσω επαγγελματικά τη μουσική άρχισε να σχηματίζεται στο μυαλό μου περίπου όταν έγινα δεκαέξι. Χρειάστηκε όμως κάμποσος καιρός, συζητήσεις με τους γονείς μου και πολύ κουράγιο για να φτάσω μέχρι εκεί. Δεν είναι εύκολο αυτό το μονοπάτι για να το επιλέξεις ως επάγγελμα, αλλά δεν πιστεύω ότι είχα ποτέ άλλη επιλογή. Ήξερα ότι έπρεπε να το κάνω, γιατί αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος να επικοινωνώ, να εκφράζω τα πιο βαθιά μου συναισθήματα και σκέψεις. Τίποτα δε συγκρίνεται με το συναίσθημα να συνδέεις τον εαυτό σου με τον κόσμο και το ακροατήριο μέσω της μουσικής. Δεν υπάρχουν περιορισμοί, είναι η ζωή στην πιο απόλυτη μορφή της.

Ανεξάρτητα από το αν αρέσει ή όχι σε κάποιον αυτό που κάνεις, θα πρέπει να αναγνωρίσει ότι το κάνεις με ένα ξεχωριστό τρόπο. Πώς δούλεψες για να αναπτύξεις αυτό το ιδιαίτερο φωνητικό στιλ;

Πιστεύω ότι πρέπει κανείς να χρησιμοποιεί το φυσικό ήχο της φωνής του. Αυτό είναι που αγαπώ περισσότερο σε αυτό το «όργανο», το ότι η φωνή του καθενός ακούγεται διαφορετική και προσωπική. Πολλοί δάσκαλοι της φωνητικής τεχνικής λουστράρουν και αφαιρούν αυτόν το φυσικό ήχο, αλλά εγώ είχα την τύχη να μελετήσω με μια μεγάλη δασκάλα στο Άμστερνταμ, την Annett Andriesen, που χρησιμοποιεί την τεχνική Estill. Σου δίνει την ελευθερία να αναπτύξεις με έναν υγιή τρόπο το δικό σου ήχο. Έτσι ο ήχος αυτός  κατά κύριο λόγο προκύπτει από την επίγνωση και τη σωστή τεχνική. Εκτός αυτού έχω επίσης μελετήσει διαφορετικά είδη και στυλ τραγουδιού, όπως τζαζ, ποπ, κλασική, ινδική και βραζιλιάνικη μουσική. Αν και επιμένω πεισματικά να εμπιστεύομαι το ένστικτο και το γούστο μου, προσπαθώ επίσης να απορροφώ όσο περισσότερα στυλ μπορώ και να τα ενσωματώνω στο δικό μου.

Πότε άρχισε η άσκησή σου στο Βουδισμό;

Ξεκίνησε συστηματικά πριν από έξι χρόνια εδώ στη Νέα Υόρκη, όταν πήρα το “Gohonzon” μου, έναν πάπυρο που χρησιμεύει ως καθρέφτης της ζωής σου και αντιπροσωπεύει όλες σου τις δυνατότητες, αυτό που λέμε Buddhahood. Ψάλλω “Nam Myoho Renge Kyo” μπροστά του κάθε πρωί και κάθε απόγευμα.

Η άσκηση αυτή έχει επίδραση στη δουλειά σου;

Ναι, σίγουρα. Επηρεάζει τον τρόπο που αντιμετωπίζω ο,τιδήποτε. Τις απόψεις, τη στάση, την προσέγγισή μου. Με έχει βοηθήσει να αλλάξω τον εαυτό μου και τη ζωή μου με πολλούς τρόπους. Πιστεύω ότι έχω γίνει πιο φιλεύσπλαχνη και θαρραλέα με τη θέλησή μου να δίνω αξία σε ό,τι κάνω και φυσικά στη μουσική μου. Αυτές τις μέρες είμαι πιο συνειδητοποιημένη σχετικά με το μήνυμα που μεταφέρω. Με προστατεύει από το να φτιάχνω εσωστρεφή μουσική. Πιστεύω ότι με αυτό τον τρόπο είναι δυνατόν να επικοινωνώ με τους ακροατές σε ένα βαθύτερο επίπεδο.

Το πρώτο σου άλμπουμ ενσωμάτωνε πολλές επιρροές από το ευρωπαϊκό περιβάλλον, ενώ το δεύτερο ήταν πιο κοντά στη μοντέρνα τζαζ. Το “Unison” μοιάζει να εμπεριέχει μια πιο προσωπική ματιά.

Το “Unison” κατά κάποιο τρόπο φέρνει κοντά το ευρωπαϊκό μου υπόβαθρο με την πραγματικότητα της καθημερινής μου ζωής εδώ στη Νέα Υόρκη. Είναι μια αντανάκλαση των δύο αυτών κόσμων και της προσπάθειας να βρω ή να προσδιορίσω τον εαυτό μου μέσα από την ένταση που δημιουργούν αυτές οι διαφορές. Πιστεύω επίσης ότι είναι και το πιο ειλικρινές και αυθεντικό μου άλμπουμ μέχρι τώρα. Αισθάνθηκα ότι έγινε με έναν πολύ σωστό τρόπο, χωρίς υπολογισμούς και χειραγώγηση.

Πώς προσεγγίζεις στίχους που έχουν γράψει διάσημοι ποιητές σε μια τόσο προσωπική δουλειά; 

Αυτά τα ποιήματα πραγματικά μιλούν μέσα μου. Εκφράζουν πράγματα που με αφορούν με έναν τόσο καυστικό τρόπο και έχουν ταυτόχρονα την ήρεμη εκείνη βεβαιότητα της τέχνης μιας άλλης εποχής χωρίς κινητά τηλέφωνα, ίντερνετ και μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Θαυμάζω βαθιά τον τρόπο με το οποίο ο Ρίλκε, ο Χαφέζ, ο Νερούδα, ο Ρουμί και πολλοί άλλοι είχαν την ικανότητα να ζωγραφίζουν τόσο ζωντανές εικόνες με τόσο λίγες λέξεις. Και εκτός αυτού υπερβαίνοντας  την τεχνική, αυτό που λένε το λένε με έναν ξεκάθαρα δικό τους τρόπο. Επίσης είναι μεγάλη πρόκληση να συνδυάζω τη δική μου δημιουργικότητα με των άλλων. Με κάνει να σκέφτομαι με άλλους τρόπους.

Τι ετοιμάζεις για το επόμενο διάστημα;

Σχηματοποιώ στο μυαλό μου ένα καινούριο άλμπουμ και βρίσκομαι στην ολοκλήρωση ενός συνθ ποπ άλμπουμ μου με το όνομα milán. Είμαι πολύ ενθουσιασμένη που θα μπω στα κλαμπ με αυτή τη μουσική και θα κάνω τον κόσμο να χορεύει.

Jazz & Tzaz, Οκτώβριος 2012

Georgios Tsolis

Georgios Tsolis Trio: «On the Way» (self-published)

Για τον πιανίστα Γιώργο Τσώλη και το τρίο του δεν είχα ακούσει το παραμικρό. Έτσι η εξαιρετική εμφάνιση που έκαναν τέλη Αυγούστου στο Φεστιβάλ Τζαζ της Τήνου, ήταν μια ευχάριστη έκπληξη. Ο Τσώλης ζει από το 2004 στη Χάγη, όπου βρέθηκε για να σπουδάσει τζαζ, και εκεί δημιούργησε αυτό το τρίο με τον μπασίστα Στάθη Ελαιοτριβιάρη και τον Ιταλό ντράμερ Francesco de Rubeis. Το ρεπερτόριό τους στο φεστιβάλ, εκτός από δυο-τρεις διασκευές προερχόταν από το υλικό αυτού εδώ του πολύ καλού CD, που το ηχογράφησαν τον περσινό Οκτώβριο στο Άμστερνταμ και που είναι η πρώτη δουλειά τους.

Με εξαίρεση μια σύντομη, «πειραγμένη» εκτέλεση του “Giant Steps” του Coltrane, όλα τα κομμάτια είναι συνθέσεις του πιανίστα, που σε πολύ νεαρή ηλικία έχει να επιδείξει πληθωρικό συνθετικό ταλέντο, άψογη τεχνική κατάρτιση και ηγετικά προσόντα. Ακούγοντας τα περίπλοκα μελωδικά σχήματα, τις συνεχείς αυξομειώσεις της έντασης και τις αλλεπάλληλες ρυθμικές εναλλαγές του “Morning Interlude”, του “The Tune” και του “Neves” γίνεται προφανές ότι του αρέσει να προετοιμάζει τα κομμάτια στη μέγιστη δυνατή λεπτομέρεια και ότι τα έχει δουλέψει συστηματικά με τους δύο συνεργάτες του. Κάτι άλλο που του αρέσει οι λάτιν ρυθμοί και οι βιρτουόζικες φορτωμένες γραμμές που θυμίζουν μεγάλους τεχνίτες όπως ο Chick Corea και ο Michel Camilo. Τέτοια περίπτωση είναι το “Ojos Verdes”, που μετά από ένα ρεσιτάλ δεξιοτεχνίας σε αργό κι ύστερα γρήγορο τέμπο (σε κάποια περάσματα φέρνει στο μυαλό το “Now he sings, now he sobs” του Corea), ο Τσώλης παίζοντας ένα επαναλαμβανόμενο σχήμα, αφήνει τον de Rubeis να ξεσπάσει. Ανάλογο ξέσπασμα επιφυλάσσει ο ντράμερ και στο τέλος του πυκνογραμμένου και γεμάτου με γρήγορες bebop φράσεις “Bob Like”. Πολύ πιο ανάλαφρο το “The Tune” κυλά με ένα ευχάριστο λάτιν feeling, ενώ στο “Sonidos Del Pueblo”, μετά από μια παρατεταμένη λυρική εισαγωγή του πιάνου και ένα βαθύ, εκφραστικό σόλο του μπασίστα (Stathis Elio δίκην ευκολίας) οι τρεις μουσικοί οδηγούνται σταδιακά σε μια δυναμική κορύφωση.

επαφή: www.georgiostsolis.com

Virginia Mayhew

Virginia Mayhew Quartet: “Mary Lou Williams – The Next 100 Mary Lou Williams” (Renma Recordings)

Οι συνθέσεις της Mary Lou Williams δεν παίζονται καθόλου συχνά, αλλά φαίνεται ότι το στιλ και η προσωπικότητά της εξακολουθούν να συγκινούν τις νεότερες γενιές. Το είδαμε με το “Soul on Soul”, ένα από τα καλύτερα άλμπουμ του τρομπετίστα Dave Douglas, το βλέπουμε και τώρα με τη σαξοφωνίστα Virginia Mayhew και το tribute που ηχογράφησε το 2010 για να τιμήσει τα εκατό χρόνια από τότε που γεννήθηκε η πιανίστα.

Η Mayhew άκουσε μεγάλο μέρος από ένα έργο που αριθμεί αρκετές εκατοντάδες συνθέσεις, επέλεξε οκτώ από αυτές, που εκτείνονται σε διαφορετικές περιόδους της Williams και συμπλήρωσε το CD με δύο δικά της κομμάτια, φτάνοντας σε ένα πλούσιο και συνεκτικό σύνολο. Αν και όπως λέει αρχική της πρόθεση ήταν να «εκμοντερνίσει» αυτό το υλικό, τελικά προτίμησε να μην απομακρυνθεί ριζικά από το πρωτότυπο και να διατηρήσει στο ακέραιο το σουίνγκ και το μπλουζ αίσθημα. Σ’ αυτό βοηθά τόσο ο πεντακάθαρος, αέρινος ήχος του τενόρου της, όσο και οι έμπειροι μουσικοί που την πλαισιώνουν: ο κιθαρίστας , ο μπασίστας Harvie S, ο ντράμερ Andy Watson και ο τρομπονίστας Wyckliffe Gordon που εμφανίζεται ως guest. Η απουσία πιανίστα τους αφήνει περισσότερο χαλαρούς να κινηθούν πάνω στα πλούσια θέματα, που μοιάζουν γνώριμα αν και δεν είναι από αυτά που συνηθίζονται στο στάνταρντ τζαζ ρεπερτόριο. Το “What’s Your Story, Morning Glory?” όμως, με το τραγουδιστό σόλο τρομπόνι με σουρντίνα, παραείναι γνώριμο, αφού παίζεται συνήθως ως “Black Coffee”, χωρίς καν να αναφέρεται το όνομα της Williams. Στο μόνο άλλο αργό κομμάτι του CD “Medi I”, το τενόρο και την κιθάρα διαλογίζονται αναπτύσσοντας μια πανέμορφη μελωδία. Το “N.M.E” και το “O.W.” είναι δύο κλασικά γρήγορα bebop κομμάτια, όπου το πρώτο αν εξαιρέσουμε το θέμα στην αρχή και το τέλος, αφήνεται ολοκληρωτικά στα σκουπάκια του Watson και στα δάκτυλα του Harvie S που διατρέχουν με ταχύτητα κιθαρίστα όλη τη γκάμα του κοντραμπάσου του, ενώ στο δεύτερο μπάσο, τενόρο και κιθάρα μοιράζονται το σολάρισμα χρησιμοποιώντας το καθιερωμένο bebop λεξιλόγιο. Το “Cancer”, το κομμάτι με την πιο σύνθετη δομή σε όλο το CD, ξεκινά με μετέωρο βήμα από τα πνευστά και το μπάσο, ώσπου ο Watson μετά από ένα σύντομο σόλο δένει το ρυθμό και ανεβάζει ταχύτητα και διάθεση. http://www.virginiamayhew.com

Jazz & Tzaz, Σεπτέμβριος 2012

 

Shawnn Monteiro

Shawnn Monteiro: “To Carmen with Love” (Whaling City Sound)

Κόρη του Jimmy Woode (μπασίστα του Duke Ellington) και βαφτισιμιά του Clark Terry, η βοκαλίστα Shawnn Monteiro έγινε γνωστή τραγουδώντας με το γκρουπ του Mongo Santamaria. Από τότε συνεργάστηκε μεταξύ άλλων με Ray Brown, Lionel Hampton, Fania All-Stars, Kenny Barron και Hank Jones και από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 άρχισε να ηχογραφεί δικά της άλμπουμ. Προικισμένη με μια βαθιά, ογκώδη και εκφραστική φωνή, η Monteiro έχει μάθει να σουινγκάρει δυνατά ακολουθώντας τα πρότυπα της Sarah Vaughan και της Carmen McRae, στην οποία είναι αφιερωμένο το καινούριο της CD “To Carmen with Love”. Από την επιλογή των κομματιών (δώδεκα από τα πιο γνωστά στάνταρντς) όσο και από την απόδοσή τους είναι φανερό ότι δεν έχει πρόθεση να πρωτοτυπήσει. Γνωρίζει όμως τόσο βαθιά και απολαμβάνει τόσο αυτό που κάνει, ώστε δε δυσκολεύεται να μεταφέρει στο ακέραιο την απόλαυση στον ακροατή. Με μια εναλλαγή ανάμεσα σε μπαλάντες (“Yesterdays”, “You’re Looking At Me”, “I Have The Feeling I’ve Been Here Before”), σε τραγούδια με μια ελαφριά λάτιν γεύση (“Speak Low”, “I Concentrate On You”) και σε πιο ρυθμικά κομμάτια (“Old Devil Moon”, “Old Black Magic”, “Miss Brown To You”) η Monteiro προσπαθεί και καταφέρνει να δημιουργήσει ένα ποικίλο και ισορροπημένο σετ, όπου το ενδιαφέρον επικεντρώνεται ως επί το πλείστον στην ερμηνεία της, αν και δεν είναι λίγες οι φορές που δίνει αρκετό χρόνο για σόλο στον πιανίστα Mike Renzi και τον μπασίστα Dave Zinno. Την πιο πρωτότυπη διασκευή τη φυλάει για το τέλος με το “Nature Boy”, παιγμένο σε έντονο λάτιν ρυθμό, όπου πρωταγωνιστικό ρόλο έχει το κοντραμπάσο με τη ρουμπάτο εισαγωγή και τα τετράμετρα και δίμετρα που ανταλλάσσει με τα τύμπανα του Steve Langone.

www.shawnnmonteiro.com

Jazz & Tzaz, Σεπτέμβριος 2012

Middle East Songs and Portraits

 

Omer Avital

Μουσικοί από την τζαζ σκηνή του Ισραήλ που βρίσκεται σε διαρκή άνθιση εδώ και δύο δεκαετίες, ξεπερνούν τα σύνορα της χώρας τους όλο και με μεγαλύτερη συχνότητα. Ανάμεσά τους ο μπασίστας Avishai Cohen, ο συνονόματός του τρομπετίστας με τα αδέλφια του, τη σαξοφωνίστα και κλαρινετίστα Anat Cohen και το σαξοφωνίστα Yuval Cohen, ο πιανίστας Yaron Hermann, ο μπασίστας Omer Avital, ο κιθαρίστας Roni Ben-Hur, ο τρομπονίστας Avi Lebovich, ο σαξοφωνίστας Eli Degibri, ο πιανίστας Omer Klein. Καθοριστικός ο ρόλος σε αυτή την άνθιση δύο ανεξάρτητων εταιρειών. Της Razdaz Recordz που ιδρύθηκε το 2002 από τον Avishai Cohen (τον μπασίστα) και πιο πρόσφατα της Anzic Records, που πήρε το όνομά της από τα δύο πρώτα γράμματα του ονόματος της Anat Cohen (το ντεμπούτο της ήταν το πρώτο άλμπουμ της εταιρείας) και παραφρασμένη τη δεύτερη συλλαβή της λέξης music. Οι τρεις τελευταίες κυκλοφορίες της Anzic, με τη συμμετοχή ενός κοινού πυρήνα μουσικών, ανεβάζουν τα καλλιτεχνικά στάνταρντ της στα ύψη.

Το μεγάλο ταλέντο του Omer Avital είχε φανεί από τα σχολικά του χρόνια, όταν είχε κιόλας σχηματίσει δικό του τζαζ γκρουπ. Στα δεκαεπτά του είχε πια γίνει επαγγελματίας μπασίστας. Όταν απολύθηκε από το στρατό πήγε στη Νέα Υόρκη και κατόρθωσε να παίξει δίπλα στον Roy Haynes, τον Jimmy Cobb, τον Nat Adderley και τον Rashied Ali. Το 2001 έκανε εντυπωσιακό ντεμπούτο με το “Think with your heart” (Fresh Sound), όπου συμμετείχαν μερικοί από τους καλύτερους νέους σαξοφωνίστες: Greg Tardy, Joel Frahm, Myron Walden, Jimmy Greene. H συνέχεια αποδείχτηκε ανάλογη. Στο δέκατό του CD σήμερα, που λέγεται Suite of the East, παρουσιάζει επτά δικές του συνθέσεις με ένα κουιντέτο που αποτελείται από σταθερούς συνεργάτες του: τον Avishai Cohen (τον τρομπετίστα), τον Joel Frahm, τον ντράμερ Daniel Freedman, και τον πιανίστα Omer Klein. Πνευματικότητα, πολιτική συνειδητοποίηση και δίψα για ζωή διαπερνούν τα θέματα του Avital που τις περισσότερες φορές αναπτύσσονται πάνω σε ανατολίτικες μελωδίες και κλίμακες και καρφώνονται μεμιάς στη μνήμη. Με το πρώτο κιόλας άκουσμα ένα ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί πήρε έξι χρόνια σε αυτή την ηχογράφηση (έγινε τον Απρίλιο του 2006) για να βγει στην κυκλοφορία. Στη μεγαλύτερη διάρκεια του εννιάλεπτου “Free Forever”, Frahm και Cohen επεξεργάζονται μαζί μια υπέροχη μελωδία, ενώ ο Klein τους εφοδιάζει με έναν αστείρευτο αρμονικό πλούτο. Στο κομμάτι που έδωσε τον τίτλο του άλμπουμ, μετά την εκτενή λυρική εισαγωγή του πιάνου, τενόρο και σοπράνο αναλαμβάνουν πάλι μαζί το θέμα που φτάνει σε μια πανέμορφη κορύφωση και μετά από μια παρεμβολή του Klein που θυμίζει Keith Jarrett, και πάλι οι δυο τους αυτοσχεδιάζουν ταυτόχρονα και αποκρίνονται ο ένας στον άλλο πάνω σε ένα γκρούβι τέμπο. Ανάλογα εξελίσσονται και τα υπόλοιπα κομμάτια: τα πνευστά κυριαρχούν στο σολάρισμα, το πιάνο προσφέρει αδιάκοπα νέους αρμονικούς δρόμους, μπάσο και ντραμς κρατούν κυρίως το ρυθμικό τους ρόλο. Εξαίρεση αποτελούν ο μονόλογος του Avital στο “Bass Meditation” και το πιάνο τρίο “Sinai Memories”, όπου το μπάσο παίζει το θέμα και το πιάνο αυτοσχεδιάζει.

Third World Love (από αριστερά: Avishai Cohen, Yonatan Avishai, Omer Avital και Daniel Friedman)

Ο Avital, o Cohen, o Freedman και ο πιανίστας Yonatan Avishai αποτελούν τους Third World Love που σχηματίστηκαν το 2003 στη Βαρκελώνη. Λένε ότι από το πρώτο κομμάτι που δοκίμασαν να παίξουν (το “Juju του Wayne Shorter) ένιωσαν αμέσως ότι θα έκαναν μαζί κάτι ξεχωριστό. Όπως αποδείχτηκε δεν έκαναν λάθος. Στη μουσική τους συγκλίνουν με τον πιο όμορφο και αβίαστο τρόπο η αφροαμερικάνικη παράδοση και η Μέση Ανατολή. Το καινούριο τους CD “Songs and Portraits” είναι μια συλλογή από δικές τους συνθέσεις. Στο “Im Ninalu”, ένα παραδοσιακό εβραϊκό θέμα πάνω σε δύο ακόρντα, με μπάσο και τύμπανα να κρατούν σχεδόν απαράλλακτο ένα απλό τέμπο, δίνουν τον πρώτο λόγο στις λιτές μελωδικές γραμμές της τρομπέτας με σουρντίνα του Avishai Cohen που έχουν άρωμα Miles Davis και τα πλήκτρα του Yonatan Avishai που τονίζουν την ανατολίτικη χροιά του τραγουδιού. Ξεκινώντας με μια γλυκόπικρη μελωδία το “Song For A Dying Country” του Cohen εξελίσσεται σταδιακά σε ένα γρήγορο σουίνγκ, που δίνει ώθηση για πιο ελεύθερους αυτοσχεδιασμούς. Με τέσσερα διαδοχικά κομμάτια που κρατούν όλο τον κορμό του άλμπουμ ο Avital δείχνει διαφορετικές συνθετικές του όψεις, αλλά και την εκπληκτική τεχνική του: το “Sefarad” με τα δύο μέρη του είναι μια σπουδή του μπασίστα στο φλαμένκο, στο ανατολίτικο “The Abutbuls” (που συναντήσαμε και στο “Suite of the East”) φιγουράρει ένα εκτεταμένο σόλο του Cohen που παραμορφώνει τον ήχο της τρομπέτας του με εφέ, και η θλιμμένη, απλή σε δομή και μελωδία μπαλάντα “The Immigrant’s Anthem” εντείνει σιγά σιγά το ρυθμό της για να φτάσει σε μια συναισθηματική κορύφωση. Το “Song For Sankum” του Freedman (που είναι ο μόνος μη ισραηλινός του κουαρτέτου) εμπνευσμένο από ένα θέμα που άκουσε στο Ντακάρ, είναι το κομμάτι με το πιο έντονο σουίνγκ σε όλο το άλμπουμ, ενώ στο “Alona” ο ντράμερ αφήνει να φανεί η λυρική του πλευρά. Τέταρτος και τελευταίος στο ρόλο του συνθέτη ο Yonatan Avishai ολοκληρώνει το άλμπουμ με περίεργο και πολύπλοκο σε δομή “A Night In Zebulon”.

Daniel Freedman

Η τρίτη στη σειρά συνεύρεση των Cohen, Avital και Freedman γίνεται στο άλμπουμ του τελευταίουBamako by Bus,το πιο ποικιλόμορφο από τα τρία. Ο νεοϋορκέζος ντράμερ είχε δασκάλους μερικούς από τους καλύτερους ντράμερ της τζαζ (Max Roach, Billy Higgins, Vernel Fournier) και διεύρυνε τις γνώσεις του για τα κρουστά ταξιδεύοντας και μελετώντας στην Αφρική, την Κούβα και τη Μέση Ανατολή. Έτσι έγινε ένας περιζήτητος σάιντμαν που συνεργάζεται με γνωστούς καλλιτέχνες από διάφορους χώρους. Όλα αυτά γίνονται αισθητά και στο δεύτερο προσωπικό άλμπουμ του, που παρά τον τίτλο του ταξιδεύει όχι μόνο προς την Αφρική (το Bamako είναι η πρωτεύουσα του Μάλι), αλλά και προς την Καραϊβική και τη λατινική Αμερική. Σ’ αυτό συμβάλλει πολύ και η επιλογή των μουσικών. Meshell Ndegeocello (μπάσο), Jason Lindner (πιάνο), Lionel Loueke (κιθάρα, φωνητικά), Joshua Levitt (νέι), Yosvany Terry, Pedrito Martinez, Mauro Refosco και Abraham Rodriguez (κρουστά, φωνητικά) και Mark Turner (σαξόφωνο), συμμετέχοντας σε διάφορους συνδυασμούς δημιουργούν ένα πολυπρόσωπο σύνολο, που καλύπτει τα ποικίλα ενδιαφέροντα και επιρροές του ντράμερ. Το ογκώδες φανκ “Deep Brooklyn” πιάνει τον παλμό της πόλης, στη μπαλάντα “Alona” (που υπάρχει και στο CD των Third World Love) φιγουράρει το όμορφο σολάρισμα από το τενόρο του Turner και την τρομπέτα του Cohen, στο “Darfur/Oasis” το νέι του Levitt ακολουθεί την υπνωτική κίνηση ενός καραβανιού στην αφρικάνικη έρημο, ενώ στο “Rumba Pa’ NYC”, οι φωνές και τα κρουστά του Rodriguez, του Martinez και του Terry στήνουν έναν κουβανέζικο γιορταστικό χορό. Ο Lionel Loueke, ο ξεχωριστός αυτός κιθαρίστας από το Μπενίν, είναι εκείνος που δίνει τους πιο έντονους αφρικάνικους χρωματισμούς, με τον χαρακτηριστικό τρόπο του να συνοδεύει την κιθάρα με τα φωνητικά του, είτε παίζει τη μελωδία, είτε αυτοσχεδιάζει.

επαφές: www.omeravital.com, www.thirdworldlove.com, www.danielfreedman.net, www.anzicrecords.com

Jazz & Tzaz, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2012



Kατηγορίες

Email me:

vagarag at freemail.gr

Αρχείο

Blog Stats

  • 28.642 hits
Μαΐου 2024
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 12345
6789101112
13141516171819
20212223242526
2728293031